Οι Αποστολικοί Πατέρες Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος Αντιοχείας και Πολύκαρπος Σμύρνης
Με τον όρο «Αποστολικοί Πατέρες» εννοούμε εκείνους τους συγγραφείς του 2ου αιώνα μ.Χ. που τα συγγράμματά τους έχουν σαφώς θεολογικό περιεχόμενο και αποτελούν την συνέχεια των συγγραφέων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Αποβλέπουν κυρίως σε πρακτικούς σκοπούς όσον αφορά τον Χριστιανισμό και τα διάφορα
↧
ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥΣ
↧
Η ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΧΕΙΛΑ
Κάθε χρόνο όταν τιμάται η μνήμη ενός μεγάλου αγίου και Πατέρα της
Εκκλησίας μας ( Μέγας Αθανάσιος, Τρεις Ιεράρχες, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης
Δαμασκηνός, Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος Παλαμάς, Νικόλαος Καβάσιλας κ.λ.π.),
ακούγονται πολλά για τη ζωή τους και το τεράστιο πράγματι έργο τους, είτε αυτό
είναι διδασκαλία, φιλανθρωπία, αντιαιρετικός αγώνας.
Εκείνο
↧
↧
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΑΠΑ
ΛΑΜΠΡΟΥ
Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ο πρώην πάπας Βενέδικτος 16ος είναι πλέον παρελθόν.
Αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό το βάρος των απίστευτων σκανδάλων, τα οποία εδώ
και δεκαετίες όχι απλά συμβαίνουν, αλλά κυριαρχούν στο «κράτος του Θεού». Ήτοι
των χιλιάδων κακοποιημένων αθώων παιδιών από πληθώρα παιδόφιλων φραγκοπαπάδων,
τους πακτωλούς κατάχρησης από τις τράπεζες του
↧
Περί των αγίων
Του Θεόδωρου
Ρηγινιώτη
Οι Άγιοι Πάντες (Πηγή: http://xristianos.gr)
Το παρόν άρθρο του κ. Θεόδωρου Ρηγινιώτη που παρουσιάζουμε σήμερα για Αγίους, είναι το
τελευταίο μέρος επιστολής που έστειλε σε αδογματικό προτεστάντη και
περιλαμβάνει πληροφορίες και τεκμήρια όσον αφορά τις βιβλικές και αποστολικές
ρίζες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για ορισμένα ζητήματα αυτής, τα οποία πιστεύουμε
πως
↧
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Σύγχυση επικρατεί σε πολλούς πιστούς
και μη, για τα εκκλησιαστικά πράγματα και συνήθειες που επισυμβαίνουν στον χώρο
της Εκκλησίας. Πιστεύουν δηλαδή, πως ότι επισυμβαίνει και επικρατεί σήμερα σ’ αυτή,
ήταν παγιωμένο από την αρχική εμφάνιση του Χριστιανισμού. Περιττό βέβαια να
πούμε, πως η άποψη αυτή είναι λανθασμένη και πως η Εκκλησία σαν ζωντανός
οργανισμός που είναι πέρασε διάφορες
↧
↧
ΓΙΑΤΙ Ο ΙΟΥΔΑΪΚΟΣ ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΞΕΣΗΚΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ;
Έχοντας υπόψη κάποιος τις διηγήσεις
των ευαγγελίων που περιγράφουν την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα
Ιεροσόλυμα και την σχεδόν παραληρηματική υποδοχή του από το ενθουσιώδες πλήθος
αλλά και την μετέπειτα εξευτελιστική και ταπεινωτική του πορεία προς τον
οδυνηρό θάνατο του Σταυρού, εύλογα του γεννιέται το μεγάλο ερώτημα. Η αρνητική
στάση της άρχουσας Ιουδαϊκής τάξης και ιδιαίτερα του
↧
ΕΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΥΚ ΕΓΕΙΓΕΡΤΑΙ….
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητού
Η βεβαία πίστη της Εκκλησίας στην λαμπροφόρο ανάσταση
του Χριστού αποτελεί αυτή την ίδια την ύπαρξή Της. Το μέγα και ανεπανάληπτο
αυτό γεγονός είναι το ακράδαντο θεμέλιο πάνω στο οποίο είναι θεμελιωμένη και
εδραιωμένη. Το Θείο πρόσωπο του Αναστάντα Ιδρυτή Της είναι η ακατανίκητη δύναμη,
που τη συγκροτεί, τη συντηρεί και την οδηγεί με
↧
Η «Νέα Ακρόπολη» Πολιτιστικός – Φιλοσοφικός Οργανισμός ή αίρεση;
Αρχιμ. Γρηγόριος Κωνσταντίνου
Διδάκτωρ
Θεολογίας
Ο πόλεμος με σκοπό τη διάβρωση της ορθόδοξης χριστιανικής αλήθειας
συνεχίζεται ως τις ημέρες μας από τις διάφορες σύγχρονες αιρέσεις, όπως είναι
οι Χιλιαστές-Μάρτυρες του Ιεχωβά, Αντβεντιστές της ( Έβδομης Ημέρας), η κίνηση
της Νέας Ακρόπολης, με την οποία και θα
ασχοληθούμε και πολλές άλλες.
Στην παρούσα μελέτη θα γίνει μια μικρή
↧
ΟΙ ΙΔΡΥΤΕΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Τις θρησκείες, όχι μόνο τις παλιότερες αλλά και τις νεότερες, τις χωρίζουμε σε πολυθεϊστικές και μονοθεϊστικές, δηλαδή σ’ αυτές που δέχονται την ύπαρξη πολλών Θεών και σ’ αυτές που δέχονται την ύπαρξη ενός Θεού. Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση, οι θρησκείες χωρίζονται – άσχετα αν είναι πολυθεϊστικές ή μονοθεϊστικές – σ’ αυτές που χρωστούν την ύπαρξή τους σε κάποιο ιδρυτή και σ’ αυτές που
↧
↧
Εξωγήινοι - Μύθος ή Πραγματικότητα;
Του Ευστάθιου Μπαρνασά
Διαβάζουμε σε αρχαία κείμενα ιστορίας και μυθολογίας, για εξωγήινα όντα, που ήρθαν από τον ουρανό για να δώσουν τα φώτα του πολιτισμού στους ανθρώπους, και επίσης τους βλέπουμε σε τόσες ταινίες που έχουν γυριστεί, και τους παρουσιάζουν με διάφορες μορφές. Είναι αυτοί που ονομάζονται και αλλιώς «θεοί κραταιοί». Όμως τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, από όλα αυτά που
↧
ΟΙ ΛΑΜΙΩΤΕΣ ΑΓΚΑΛΙΑΖΟΥΝ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΣΤΟ CONGO BRAZZABILLE ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΦΡΙΚΗ
Κώστας Τσαπάρας – Συν/χος δάσκαλος
Η αγάπη και η προσφορά δε γνωρίζουν σύνορα, χρώμα,
φυλές, πολιτισμό. Εδώ και εννέα χρόνια επιτελείται με τη χάρη του Θεού ένα
σπουδαίο ορθόδοξο ιεραποστολικό έργο στην καρδιά της Αφρικής, στο Γαλλικό
Κονγκό ή Congo Brazzaville που
βρίσκεται δίπλα στο Βελγικό Κονγκό, πρώην Ζαϊρ που αυτό γνώρισε την ορθοδοξία
τη δεκαετία του 1960 από τους πρώτους
↧
Η Εκκλησία της Τροποποίησης του Σώματος (CBM)
του
Αρχιμανδρίτου
Γρηγορίου
Κωνσταντίνου
Διδάκτορος
Θεολογίας
Η Εκκλησία της Τροποποίησης
του Σώματος (Church of Body
Modification) είναι μια μη θεϊστική θρησκεία με περίπου 3.500 μέλη
στις Ηνωμένες πολιτείες. Από την ονομασία προκύπτει ότι δεν αποτελεί μια
Εκκλησία με την Βιβλική σημασία της λέξης, δεν συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένους
χώρους για να λατρεύσουν έναν Θεό. Η Εκκλησία
↧
ΕΙΝΑΙ Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ;
Του Ευστάθιου Μπαρνασά
Πρώτα από όλα να πούμε ότι ο εθνικισμός ως ορισμός είναι παράγωγο του «έθνους, κράτους, φυλής». Ο εθνικισμός αξιώνει την σύγκλιση της πολιτικής και την εθνικής μονάδος. Δηλαδή κάθε έθνος πρέπει να έχει το δικό του κράτος. Σαν ιδεολογία απαιτεί την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας μιας ομάδας ανθρώπων με τα δικά τους χαρακτηριστικά που με αυτά προσδιορίζονται ως έθνος. Δηλαδή πρέπει να ανήκουν στην ίδια φυλή, να μιλούν την ίδια γλώσσα, να πιστεύουν στην ίδια θρησκεία, να δημιουργούν τον ίδιο πολιτισμό, να έχουν κοινή ιστορία και η γεωγραφική τους θέση να ορίζει ένα κράτος μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, η εθνική τους συνείδηση...
Σήμερα υπάρχει μια διεθνιστική τάση και πίεση ούτως ώστε να αλλάξει η κυρίαρχη έννοια του εθνικισμού ως συμπαγούς ταυτότητας ενός πολιτισμού, και να αλωθεί στον βωμό της πολυπολιτισμικότητας με την παραχάραξη της καταγωγής του έθνους.
Τα περισσότερα κράτη απόκτησαν εθνική ταυτότητα συμπιέζοντας διαφορετικές φυλές και τις υποχρέωσαν να μάθουν να μιλάνε την ίδια γλώσσα, και να πιστεύουν στην ίδια θρησκεία ως εθνική αναγνώριση, και έχοντας πολυπολιτισμική συνείδηση.
Τα Ισλαμικά κράτη απαρνήθηκαν την γλώσσα τους, και την ιστορία τους, και για χάρη της θρησκείας του Ισλάμ, αποδέχτηκαν την αραβική ως ομιλούσα γλώσσα, δημιουργώντας μια πολυεθνική ταυτότητα και συνείδηση με καινούργιες επιταγές.
Στην Ελλάδα σε έναν αμιγώς συμπαγή πληθυσμό, με σχεδόν 98% κοινά χαρακτηριστικά, τα τελευταία είκοσι χρόνια διακρίνεται έντονα η προσπάθεια αλλαγής της ποσόστωσης του έθνους, με την αθρόα εισβολή λαθρομεταναστών. Αυτή η προσπάθεια είναι κατευθυνόμενο σχέδιο ξένων κέντρων εξουσίας που τυγχάνει της υποστήριξης των εκάστοτε πολιτικών κυβερνήσεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
Πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια οι αρχιτέκτονες της Νέας Τάξης Πραγμάτων, ονειρεύονται ένα κόσμο χωρίς εθνική συνοχή, χωρίς ιστορικές μνήμες, προσηλωμένο όμως σε μια οικουμενική θρησκεία, όργανο απόλυτης υποταγής. Επειδή όμως υπάρχουν και ανυπότακτες συνειδήσεις για να τις κάμψουν χρησιμοποιούν νομοσχέδια, και με την κάλυψη του νόμου, και τον φόβο της τιμωρίας, σιγά-σιγά απαλλάσσουν τον κόσμο από την ελευθερία, και επιβάλλουν την φίμωση. Όσοι εθνικά αντιστέκονται χαρακτηρίζονται ως πυρήνες νεοναζιστικών-ρατσιστικών αντιλήψεων, και διώκονται οργανωμένα.
Να δούμε όμως και τις προεκτάσεις αυτών των ανθελληνικών νομοσχεδίων, επί των εθνικών χαρακτηριστικών μας, και τις επιπτώσεις τους σε αυτά.
Ας ξεκινήσουμε με την ιστορία του Ελληνικού έθνους. Δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε ποτέ ότι ένα έθνος που ξεχνάει την ιστορία του, είναι ένα έθνος χωρίς μέλλον και αυτό δυστυχώς δεν το έχει ξεχάσει μόνο ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων, αλλά γίνεται προσπάθεια αλλοίωσης και από ιστορικούς, και μέλη του κοινοβουλίου που διαστρεβλώνουν εσκεμμένα πάγιες ιστορικές μνήμες εξυπηρετώντας προφανώς, ανθελληνικές σκοπιμότητες.
Οι εμετικές αναφορές που χαρακτηρίζουν τους εθνικούς ήρωες ως τρομοκράτες φανερώνουν πόσο πολύ έχουν διαβρωθεί οι συνειδήσεις, και πόσο επιτακτικό είναι να αντισταθούμε σε όσους νομίζουν ότι η εθνική μας συνείδηση είναι νεοναζισμός και ρατσισμός. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κατεβάσουν από τα σχολεία, και τους δημόσιους χώρους, τα πορτρέτα των εθνικών ηρώων του 1821 επειδή τραυματίζεται το πατριωτικό συναίσθημα των λαθραίων και μη αλλοδαπών.
Οι εθνοσωτήρες ψήφισαν τον νόμο 851/1978 αρ.2 παρ.2α που απαγορεύει την ανάρτηση του εθνικού μας συμβόλου της Ελληνικής Σημαίας, και η ανάρτηση της εκτός των εθνικών εορτών τιμωρείται ποινικά. Είναι ρατσιστική κίνηση η ανάρτηση του λάβαρου της ελευθερίας σε μόνιμη βάση διότι ενοχλεί αλλοδαπές συνειδήσεις; Με την αποδοχή στις Ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις, αλλοδαπών με διαφορετικές πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις θα καταργήσουν όχι μόνο τον εθνικό ύμνο, αλλά και το εθνόσημο με τον Τίμιο Σταυρό, για να μη προσβάλλουν την πίστη των αλλοθρήσκων, και θα χρησιμοποιήσουν κατά τα φαινόμενα, και την ημισέληνο, σύμβολο πίστεως του Ισλάμ. Εάν αυτά δεν γίνουν αποδεκτά, θα κατηγορηθεί ο Ελληνικός Στρατός ως ναζιστικός-ρατσιστικός; Μήπως πρέπει να αφαιρέσουμε από την ιστορία την μάχη των Θερμοπυλών για να μην αισθάνονται μειονεκτικά οι λαθρομετανάστες της Ασίας; Εάν δεν τα αφαιρέσουμε θα κατηγορηθούμε ως ρατσιστές; Επειδή λοιπόν κάποιοι θέλουν να φτιάξουν μια πολυπολιτισμική κοινωνία, εμείς δεν πρέπει να παραιτηθούμε από τα εθνικά μας χαρακτηριστικά ακόμα και αν αυτό μας στοιχίσει τους απαράδεκτους χαρακτηρισμούς. Είναι σίγουρο ότι όλοι αυτοί που παίζουν όλο αυτό το παιχνίδι, γνωρίζουν καλά ότι όταν χαθεί η πίστη στα εθνικά και θρησκευτικά σύμβολα, τότε θα γίνουν οι απόλυτοι κυρίαρχοι. Γιατί ένα έθνος χωρίς μνήμη και συνείδηση είναι ένα νεκρό έθνος.
Δυστυχώς οι σύγχρονοι εθνοπατέρες μαζί με τα μέλη των κυβερνήσεων τους, και των πολιτικών κομμάτων τους, ενδιαφέρονται μόνο για την καρέκλα τους και τα οικονομικά τους οφέλη. Από το 1974 και μετά, βούτηξαν όλοι στην διαφθορά και τις καταχρήσεις της εξουσίας, ενώ ψήφισαν νόμους, που τους διασφάλιζαν το απυρόβλητο της ατιμωρησίας. Για να συνεχίσουν τις αυθαιρεσίες και να φιμώσουν τον λαό, οδηγώντας τον στην ξένη υποδούλωση, αποφάσισαν να ενδώσουν στις πιέσεις των έξωθεν, και να φέρουν προς ψήφιση το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο κάνοντας έτσι την λαθρομετανάστευση νομιμότητα, και να ποινικοποιήσουν την ελευθερία της σκέψης και του λόγου.
Δεν μπορούν να υποχρεώσουν τον Έλληνα πολίτη, όταν στο σπίτι του εισβάλει λαθρομετανάστης και δολοφονήσει ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειάς του, στην κατάθεσή του να αναφέρει ότι αυτό το έκανε ένα κύριος από την Αλβανία με καλάσνικωφ, και να μη χρησιμοποιήσει άλλους χαρακτηρισμούς από τον φόβο να θεωρηθεί ρατσιστής.
Ούτε γίνεται, όταν βιασθεί ένα νεαρό κορίτσι, από έναν λαθροπακιστανό ή λαθροαφρικανό, να καταθέσει ότι την βίασε ένας μελαχρινός ή πολύ σκούρος κύριος, από την Ασία ή την Αφρική, και να μη μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν ούτε εδώ, άλλοι χαρακτηρισμοί, από φόβο να θεωρηθεί και αυτό ως ρατσισμός, και να επιφέρει ανάλογη ποινή.
Κατ' αυτούς είναι ρατσισμός κάθε συμπεριφορά υπέρ των εθνικά κεκτημένων δικαιωμάτων, και απαιτούν για τις πάσης φύσεως εγκληματικές ενέργειες των λαθρομεταναστών να αντιμετωπίζονται με μηδενική αντίδραση. Δεν μας εξήγησαν ποτέ οι φιλελεύθεροι φωστήρες γιατί πρέπει να μας επιβάλλουν οι λαθρομετανάστες υποχρεωτική φιλοξενία με τις δικές τους απαιτήσεις και τα συνεπακόλουθα; Θα μπορούσαμε να κάνουμε δεκάδες ερωτήματα, και να προβάλλουμε δεκάδες επιχειρήματα για να υποστηρίξουμε τις αντιρρήσεις μας έναντι όλων αυτών που χαρακτηρίζουν ως ρατσιστές, όσους αγωνίζονται για το δικαίωμα να αρνούνται τον υποβιβασμό και την διάλυση της Ελληνικής κοινωνίας. Φυσικά υπάρχει και μια αρκετά μεγάλη μερίδα από τον λαό, που απολαμβάνει ιδιαίτερης μέριμνας και έτσι δίνει την ευκαιρία στο σύστημα να επιβάλλεται με το «διαίρει και βασίλευε».
Παρ' όλα αυτά όμως, πάντα σαν έθνος κρατούσαμε έστω και φιλοσοφώντας τις πνευματικές μας ισορροπίες που αργά αλλά σταθερά μας έβγαζαν από το τέλμα.
Ας κοιτάξουμε λοιπόν ποιες ήταν διαχρονικά οι σχέσεις της Ορθοδοξίας με τον Εθνικισμό-Ελληνισμό, και πως λειτούργησαν. Η Ελληνική φυλή, το Ελληνικό έθνος, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε, κράτησε την πίστη του στην Εκκλησία, και στην Ορθοδοξία, που είναι το μόνο έθνος που απέκτησε την απευθείας πίστη στον Ιησού Χριστό. Οι άλλοι λαοί που πέρασαν έγιναν Χριστιανοί, αλλά στην πορεία του χρόνου αλλαξοπίστησαν, ή προσχώρησαν σε αιρέσεις, ή νόθευσαν την αλήθεια. Το Ελληνικό έθνος όμως, συνδύασε την αγάπη του προς την Πατρίδα, με την Ορθόδοξη πίστη, και τις έκανε απόρθητο φρούριο. Η Ορθοδοξία ως Εκκλησία αντιστάθηκε υπερασπίζοντας το έθνος, και 'γέννησε' Ιερωμένους που έδωσαν την ζωή τους υπέρ βωμών και εστιών ως εθνικοί ήρωες.
ΗΟρθόδοξη Εκκλησία πάντοτε υποστήριζε τα εθνικά συμφέροντα, και ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι αυτό που έκανε ήταν ενέργειες που αποδίδοντο ως ναζιστικές και ρατσιστικές. Τα δόγματα της Ορθοδοξίας είναι φιλανθρωπία και αλληλεγγύη, αλλά αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι είναι αποδεκτό το «σφάξε με Τούρκο μου ν' αγιάσω».
ΗΕλληνορθόδοξη Εκκλησία έχει στεφάνι φωτεινό, Χριστιανικές αξίες, αλλά δεν είναι δυνατόν να επιτρέψει το ράπισμα των παριών εφ' όρου ζωής. Έχει Ιερή υποχρέωση όπως το έχει διαχρονικά αποδείξει με τις εθνικές της τοποθετήσεις να στέκεται δίπλα από το Ορθόδοξο ποίμνιό της, μη επιτρέποντας την καταστρατήγηση των εθνικών του δικαιωμάτων.
Ητιμωρία των αμαρτωλών δεν είναι ρατσισμός, και ο παράδεισος δεν δέχεται κάθε καρυδιάς καρύδι, εάν δεν έχει μετανοήσει, οπότε πως μπορείς να υποχρεώσεις ένα έθνος να δεχτεί την εγκληματική πραγματικότητα, μιας μερίδας λαθρομεταναστών.
ΗΟρθόδοξη Εκκλησία από το 1453 μέχρι σήμερα, έχει πρωτοστατήσει σε εθνικούς αγώνες με Ιερείς, Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, και Πατριάρχες, οι οποίοι έδωσαν την ζωή τους για τα εθνικά συμφέροντα με την πίστη τους στον Χριστό, και την ψυχή τους στην Ελλάδα. Αυτό που πρέπει όλοι να αντιληφθούν τώρα, είναι ότι με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο θα βαφτίσουν και την Εκκλησία ως ρατσιστική και θα αρχίσουν να την φιμώνουν ακόμα και στις αναφορές του Ευαγγελίου προς τους ετεροδόξους, τους αιρετικούς, τους αλλόθρησκους, και θα την τροχιοδρομήσουν προς τον Οικουμενισμό καταπατώντας και τα Ιερά και τα Όσια. Υπάρχει μια αποδοχή από ένα μέρος της σημερινής Εκκλησίας του δόγματος του διεθνισμού, και αυτό φαίνεται από τις αποστάσεις που κρατάει από τις δηλώσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ Αμβροσίου και άλλων Ιεραρχών οι οποίοι αντιστέκονται σε Ελληνορθόδοξο επίπεδο, αλλά τείνουν να τους περάσουν ως γραφικούς, ή ακροδεξιούς ρατσιστές. Φαίνεται το έχει η μοίρα αυτού του τόπου να βγάζει και Λεωνίδες αλλά να βγάζει και Εφιάλτες.
Σαν Ορθόδοξος λαός δεχόμαστε το Ευαγγέλιο, μαζί και αυτούς που το δέχονται, γιατί αυτοί που δεν το δέχονται δεν δέχονται ούτε εμάς, οπότε σε αυτή την διαφορετικότητα γιατί πρέπει να είμαστε η κατηγορούμενη πλευρά ως ρατσιστές; Τέλος, ο Ιησούς Χριστός, είπε εάν δεν σας δέχονται να τινάζετε την σκόνη από τα παπούτσια σας και να φεύγετε. Υπό αυτή την έννοια δεν χρειάζεται να τινάξουμε εμείς τα παπούτσια μας και να φύγουμε από την Πατρίδα μας επειδή οι άλλοι που ήρθαν δεν συμβιβάζονται με την Ελληνική πραγματικότητα. Είναι καλύτερα λοιπόν, να μη μας επιβάλλουν αυτοί την σκόνη τους με το ζόρι. Δεν χρειάζεται να επεξεργαστούμε εμείς τις δικές τους αδυναμίες, ούτε να συγχρονιστούμε με τα υπαρξιακά τους προβλήματα. Δεν θα μας επιβάλλει ποτέ κανείς την διαφορετικότητά του, ούτε θα ποινικοποιήσει ποτέ κανείς το δικαίωμά μας να φωνάζουμε:
Ζήτω το Έθνος !!!
↧
↧
«ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑΝ»
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ημεγάλη εορτή της Πεντηκοστής, την οποία η Εκκλησία μας εορτάζει και πανηγυρίζει λαμπρά, φέρνει στη σκέψη όλων ημών των πιστών το τρίτο Πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητας, το Πνεύμα το Άγιο, τον Παράκλητο κι’ αυτό διότι, το Θείο Αυτό Πρόσωπο είναι ο πρωτοστάτης αυτής της εορτής. Η κάθοδός Του στον κόσμο την ευλογημένη εκείνη ημέρα της Πεντηκοστής, στο υπερώο της Ιερουσαλήμ (Πράξ.2:1) σήμανε μια νέα εποχή για την πορεία του κόσμου και την ιστορία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους...
Για τον πολύ κόσμο και δυστυχώς και για πολλούς πιστούς ο Κύριος και Θεός μας Άγιον Πνεύμα είναι o«μεγάλος άγνωστος» και λίαν δυσχερής η κατανόησή Του. Δεν είναι άμοιρη ευθυνών, βεβαίως, η δυτικής εμπνεύσεως εικονογραφία της Αγίας Τριάδος, η οποία παρουσιάζει τον Θεό Παράκλητο με τη απαράδεκτη πτηνομορφική παράσταση, με συνέπεια να μην εκλαμβάνεται Αυτός, από τους μη έχοντας θεολογική παιδεία και εκκλησιαστική συνείδηση, ως θείον Πρόσωπο, αλλά ως μια απλή συμβολική παράσταση κάποιας αφηρημένης δυνάμεως του Θεού. Επί τη ευκαιρία είναι ανάγκη, η εν λόγω εικονική παράσταση της Αγίας Τριάδος να αποσυρθεί από την ορθόδοξο λατρεία και να αντικατασταθεί από την συμβολική παράσταση των τριών αγγελικών μορφών, της Φιλοξενίας του Αβραάμ. Αυτή είναι η γνήσια ορθόδοξη εικονογράφηση του Τριαδικού Θεού.
Το Άγιον Πνεύμα δεν είναι κάποια απρόσωπη δύναμη του Θεού, όπως βλάσφημα δίδασκαν και διδάσκουν οι ανά τους αιώνες πνευματομάχοι αιρετικοί. Είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, Θεός αληθινός, διότι μετέχει της θείας ουσίας ισότιμα με τον Πατέρα και τον Υιό. Είναι επίσης πρόσωπο αληθινό, προσωπικότητα ενσυνείδητη, έχοντας τη δική Του υποστατική ιδιότητα, η οποία Τον καθιστά ξεχωριστή και μοναδική προσωπικότητα, χωρίς να συγχέεται με τα άλλα πρόσωπα της Θεότητος. Σύμφωνα με την βιβλική διδασκαλία, η οποία κατανοήθηκε ορθώς μόνο μέσα στην Εκκλησία, το προσωπικό υποστατικό ιδίωμα του Κυρίου Παρακλήτου, τον Οποίο τον καθιστά μοναδικό, είναι η αΐδια εκπόρευσή Του από τον Πατέρα.
Ηαιρετική προσθήκη από την παπική ετεροδοξία της βλάσφημης διδασκαλίας της εκ και του Υιού εκπορεύσεώς Του (Filioque), αποτελεί σοβαρή εκτροπή από την βιβλική και αγιοπατερική διδασκαλία της αρχέγονης Εκκλησίας και ανατροπή της χριστιανικής πίστεως περί υποστατικών ιδιωμάτων των Θείων Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η φράγκικη αυτή σοβαρή κακοδοξία, η οποία ενσωματώθηκε αυθαίρετα στο Σύμβολο της Πίστεως το 1019, από την παπική εκκλησία και έγινε πίστη της, αποτελεί την κυριότερη αιτία του σχίσματος του 1054 και το σοβαρότερο σημείο τριβής των σχέσεων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και του παπισμού. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι Δυτικοί εμάς τους ορθοδόξους μας θεωρούν αιρετικούς, διότι απορρίπτουμε την διδασκαλία του Filioque!
Οι μετά το σχίσμα Πατέρες, Ομολογητές και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, με προεξάρχοντες τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, τον Γεώργιο Σχολάριο και άλλους πολλούς, έδωσαν τιτάνιους αγώνες κατά αυτής της αιρετικής διδασκαλίας, διότι θεωρήθηκε ως μια ακόμα σοβαρή τριαδολογική κακοδοξία, η οποία βεβηλώνει (το σχετικώς αποκεκαλυμμένο) μυστήριο της υπάρξεως του Τριαδικού Θεού. Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι η αιρετική πίστη του Filioqueκαταργεί την μοναρχία της Θεότητος και δημιουργεί δύο αρχές στην Αγία Τριάδα. Συγχέει το προσωπικό υποστατικό ιδίωμα του Πατρός, περί της εκπορεύσεως του Πνεύματος, με αυτό του Υιού και υποβιβάζει τη θέση του Αγίου Πνεύματος, ως προς την ισότιμη ύπαρξή Του στη Θεότητα, ως δήθεν πρόσωπο υπηρετούντος την θέληση του Πατρός και του Υιού! Αυτό σημαίνει ότι η κακοδοξία αυτή, η οποία δυστυχώς συντηρείται επιδεικτικά από τους παπικούς, έχει τεράστιες σωτηριολογικές επιπτώσεις στο ανθρώπινο γένος και αποτελεί το σημαντικότερο εμπόδιο επαναπροσέγγισης Ορθοδοξίας και δυτικών ετεροδόξων.
Το Άγιον Πνεύμα ήταν πάντοτε παρόν, μαζί με τα άλλα δύο Θεία Πρόσωπα της Τριάδος, στην διαδικασία της δημιουργίας του κόσμου και την επεργασία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. «Πνεύμα Κυρίου πεπλήρωκε την οικουμένην» (Σοφ.Σολ.1:7). Είναι το Πνεύμα του Θεού (Ματθ.12:28), το Οποίο επισκιάζει, διαπερνά και ζωογονεί τα πάντα. Τακτοποιεί και ωραιοποιεί την δημιουργία του Θεού. «Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης» αναφωνεί ο ψαλμωδός (Ψαλμ.103:30). Το «Πνεύμα του Κυρίου» (Πράξ.5:9) μεταμορφώνει ανθρώπινες προσωπικότητες της προχριστιανικής αρχαιότητος ώστε να γίνουν όργανα της θείας βουλήσεως για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, όπως οι προφήτες, οι οποίοι έγιναν οι διαμηνυτές του θελήματος του Θεού στον κόσμο (Πράξ.28:25,Εβρ.1:1).
Ηενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος. «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι»(Λουκ.1:35) ανήγγειλε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στην Θεοτόκο τη στιγμή του Ευαγγελισμού Της και «Το γαρ εν αυτή (τη Παρθένω) γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» (Ματθ.1:20) διαβεβαίωσε ο άγγελος Κυρίου στον Ιωσήφ. Το Άγιον Πνεύμα αναπαύεται στο Χριστό (Ησ.61:1), παρίσταται στην Βάπτισή Του για την επιβεβαίωση της μεσσιανικής Του ιδιότητος (Ματθ.3:15). Τον στηρίζει ως άνθρωπο στο έργο της σωτηρίας του κόσμου (Ματθ.4:1). Μέσω του Πνεύματος του Κυρίου ευαγγελίζεται τους πτωχούς, ιατρεύει τους ασθενείς, κηρύσσει την ελευθερία στους αιχμαλώτους και δίνει την ανάβλεψη των τυφλών (Λουκ.4:18). «Εν Πνεύματι Θεού»διώχνει τα δαιμόνια (Ματθ.12:28). Το Άγιο Πνεύμα είναι ο σύνδεσμός Του με τον Πατέρα (Λουκ.10:21).
ΟΠαράκλητος, «το Πνεύμα της αληθείας», θα γίνει ο συνεχιστής του απολυτρωτικού έργου του Χριστού «εις τον αιώνα»(Ιωάν.14:15). Αυτός θα πάρει τη θέση Του στο έργο της σωτηρίας, «εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν (τον Παράκλητον) προς ημάς και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως … όταν έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16:7,13) διαβεβαίωσε ο Χριστός τους μαθητές Του, λίγο πριν το εκούσιο πάθος Του. Σε ερώτηση των μαθητών προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, μετά την ανάστασή Του: «Κύριε εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;», τους απάντησε πως «ουχ υμών γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία, αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης»(Πράξ.1:6-8-). Με την έμμεση αυτή απάντησή Του ο Κύριος δήλωνε πως η Βασιλεία του Θεού είναι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία Του. Η αγία ημέρα της Πεντηκοστής είναι η απαρχή μιας νέας εποχής, της εσχατολογικής, η οποία θα περατωθεί με το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας.
Ηευλογημένη επαγγελία του Χριστού πραγματοποιήθηκε την αγία αυτή ημέρα. Πενήντα ημέρες μετά τη λαμπροφόρο Ανάστασή Του, το Πανάγιο Πνεύμα κατήλθε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου «ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό»συνηγμένοι οι άγιοι Απόστολοι (Πράξ.2:1). Ο ερχομός Του ήταν κάτι σαν «εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας» και η ορατή παρουσία Του ήταν ως «γλώσσαι ωσεί πυρός», το Οποίον «εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών (των μαθητών)» (Πράξ.2:3-4). Σύμφωνα με τον θεόπνευστο συγγραφέα του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων, το «Ευαγγέλιον του Πνεύματος», όπως αποκαλείται αυτό, μεταμόρφωσε κυριολεκτικά τους αγράμματους μαθητές σε νέες δυναμικές προσωπικότητες, με πρώτο ορατό σημείο το φαινόμενο του «λαλείν ετέραις γλώσσες καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ.2:4), εκπληρώνοντας την θαυμαστή προφητεία του Ιωήλ, πως στους έσχατους καιρούς θα γίνει η έκχυσις των δωρεών του Αγίου Πνεύματος «επί πάσαν σάρκαν» σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, υπερνικώντας το εμπόδιο της γλωσσικής και οποιασδήποτε άλλης διαφοράς (Ιωήλ,3:1). Έτερο απτό φαινόμενο της προσωπικής μεταμορφώσεως των Αποστόλων υπήρξε η θαρραλέα ομιλία του Πέτρου προς τους εκστατικούς, μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο, όχλους της Ιερουσαλήμ (Πραξ.2:1436). Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό. Ο εμπνευσμένος από το Πνεύμα του Θεού λόγος του κορυφαίου αποστόλου «κατενύγησε την καρδίαν» των όχλων (Πράξ.2:37) με αποτέλεσμα ευθύς αμέσως να ζητούν από τους αποστόλους: «τι ποιήσομεν άνδρες αδελφοί;». Ο Πέτρος τους προέτρεψε: «μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί το ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος». Εκείνοι «ασμένως αποδεξάμενοι τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν, και προσετέθησαν τη ημέρα εκείνη ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι» (Πράξ.2:37-41). Έτσι γεννήθηκε το ορατό επί γης στρατευόμενο μέρος της Εκκλησίας του Θεού. Η αγία Πεντηκοστή θεωρείται ως η εν Αγίω Πνεύματι γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας μας!
Η Αγία μας Εκκλησία είναι, σύμφωνα με την βιβλική θεολογία, το σώμα του Χριστού και Αυτός η κεφαλή του σώματος (Εφεσ.5:23) Το Άγιο Πνεύμα είναι η ψυχή του εκκλησιαστικού αυτού σώματος. Όπως στο φυσικό ανθρώπινο σώμα η ψυχή ζωοποιεί το σώμα, τι ίδιο και η παρουσία του Παρακλήτου ζωοποιεί την Εκκλησία, κάνει το εκκλησιαστικό σώμα εύρωστο, δυνατό και αθάνατο. Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη του σώματος, οι πιστοί (Α΄Κορ.12:12), ζούμε, μέσα στην Εκκλησία, χάρις στο ενοικούν σε Αυτή Πνεύμα του Θεού, την όντως ζωή. Μέσα σε αυτή υπάρχουμε, τρεφόμαστε με ουράνια τροφή, κεχαριτωνόμαστε, αγιαζόμαστε, σωζόμαστε και θεωνόμαστε. «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ5:5) διακηρύττει ο απόστολος Παύλος.
Οαπόστολος των Εθνών τονίζει επίσης κατηγορηματικά πως «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α’Κορ.12:3). Αυτό σημαίνει πως ο Θεός Παράκλητος είναι πλέον ο κύριος της Εκκλησίας και του κόσμου, μετά την Ανάληψη του Χριστού. Αυτός μας κάνει γνωστό τον Λυτρωτή μας Ιησού Χριστό και ενεργοποιεί το σωτήριο έργο Του σε κάθε άνθρωπο, που θέλει να σωθεί. Κατά συνέπεια, όχι μόνο η άρνηση του απολυτρωτικού έργου του Χριστού, αλλά και η άρνηση της συμμετοχής του Αγίου Πνεύματος στη λυτρωτική διαδικασία του κόσμου, αποτελεί πρωταρχική αιτία απώλειας της σωτηρίας πολλών.
Ηπαρουσία του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο εκδηλώνεται ποικιλότροπα, με «διαιρέσεις χαρισμάτων», με «διαιρέσεις διακονιών», με «διαιρέσεις ενεργημάτων» (Α’Κορ.12:4-6), με καρποφορία πνευματικών καρπών (Γαλ.5:22). Κάθε αγαθό και δωρεά που δίνεται στους ανθρώπους είναι προϊόν του Αγίου Πνεύματος. Σε κάθε άνθρωπο«δίδεται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον»αυτού (Α’Κορ.12:7)
Το Άγιο Πνεύμα μοιράζει χαρίσματα στους πιστούς τα οποία είναι χρήσιμα για τη σωτηρία τη δική τους, αλλά και για το σωστικό έργο της Εκκλησίας. Σε άλλον «δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών. Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται» (Α’Κορ.12:8-11).
Το Άγιο Πνεύμα μοιράζει διακονίες στο λαό του Θεού, οι οποίες υπάρχουν για να διακονούν καθολικά τις πνευματικές και υλικές ανάγκες του, εις τρόπον ώστε να ζει ο πιστός αποκλειστικά μέσα στην χάρη του Θεού και να μην έχει ανάγκη από τα «σκύβαλα»του κόσμου (Φιλιπ.3:8). Η Εκκλησία του Θεού υπάρχει για να μεταλλάσσει ολοκληρωτικά και καθολικά τον άνθρωπο της αμαρτίας και της φθοράς σε νέα αναγεννημένη και χαριτωμένη ύπαρξη. Πρώτ’ απ’ όλα το «Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού» (Πραξ.20:28). Ακολούθως όρισε «εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α’Κορ.12:28). Επίσης το Πνεύμα του Θεού «έδωκε τους μεν τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. 4:11-12).
Το Άγιο Πνεύμα καρποφορεί στις καρδιές των πιστών υπέροχους και σπανίους πνευματικούς καρπούς, ως αποτέλεσμα επίπονης καλλιέργειας. Ο θεόπνευστος απόστολος αφού αναφέρει τα βδελυρά έργα τη σαρκός, τα οποία είναι οι καρποί της αμαρτίας, παραθέτει στη συνέχεια του καρπούς του Πνεύματος, οι οποίοι είναι «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθοσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ.5:22-23). Οι καρποί της σαρκός καταδεικνύουν τον άνθρωπο της πτώσεως, της αμαρτίας και της φθοράς, οι δε καρποί του Πνεύματος φανερώνουν, «ως πόλις επάνω όρους κειμένη» (Ματθ.5:14), τον αναγεννημένο εν Χριστώ άνθρωπο της χάριτος και της σωτηρίας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας είχε πει πως «εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ.12:33), έτσι και ο πνευματικός αναγεννημένος άνθρωπος ξεχωρίζει από τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που είναι στολισμένος.
Το Άγιο Πνεύμα συνεχίζει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού μας μετά την εις Ουρανούς Ανάληψή Του. Αυτός διαχέει τις άκτιστες δωρεές του Θεού στους ανθρώπους και ολόκληρη τη δημιουργία. Αυτός είναι ο πραγματικός τελετουργός των Ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας μας, μέσω των οποίων οι πιστοί αγιαζόμαστε και σωζόμαστε. Αυτός καθιστά τους λειτουργούς της Εκκλησίας μας κεχαριτωμένα όργανά Του, για την επιτέλεση του σωστικού έργου του λαού του Θεού. Αυτός εμπνέει πνεύματα προφητείας και σοφίας. Αυτός διαφυλάσσει την Εκκλησία από τις επιβουλές των οργάνων της πλάνης και του ψεύδους (Ιωάν.16:13). Αυτός μοιράζει χαρίσματα στους πιστούς (Α΄Κορ.12:4) και πραγματοποιεί την υιοθεσία μας στο Θεό (Γαλ.4:6). Αυτός συγκροτεί όλον τον θεσμό της Εκκλησίας (Λουκ.24:49).
Ηπαρουσία λοιπόν του Κυρίου μας Παρακλήτου στην Εκκλησία είναι τόσο σημαντική ώστε «Ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκκλησία» τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π.50,459). Χάρις στην παρουσία Εκείνου βιώνουμε το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού και γευόμαστε τις ακένωτες σωτήριες δωρεές Του. «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες΄ αύτη γαρ ημάς έσωσεν».Δεν έχουμε παρά να κλείνουμε γόνυ λατρείας και προσκυνήσεως προς Αυτόν και να Του ζητήσουμε έτι φωτισμό γνώσεως και ψυχοσωματική κάθαρση από κάθε ρύπο αμαρτίας.
↧
ΓΙΟΓΚΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: ΔΥΟ ΙΔΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ;
του Αρχιμανδρίτου
Γρηγορίου Κωνσταντίνου
Διδάκτορος Θεολογίας
Τι είναι Γιόγκα
Για πολλούς ανθρώπους στην Δύση και εδώ στην Ελλάδα οι θεωρήσεις για την Γιόγκαπαρουσιάζονται σαν ένα απλό σύστημα σωματικής άσκησης, ένα καθαρά γύμνασμα του σώματος, που βοηθά στην ηρεμία και την θεραπεία των ψυχικών και σωματικών παθήσεων. Αλλά εάν δούμε όμως την ιστορία και την φιλοσοφία της Γιόγκα ανακαλύπτουμε ότι δεν αποτελεί μια πρακτική άσκησης του σώματος αλλά ένας παλαιός λανθασμένος τρόπος πνευματικής αναζήτησης. Πέραν από την εξωτερική έμφαση ως ένα ξεκάθαρο σωματικό γύμνασμα, σε κάθε είδος και μορφή που παρουσιάζεται, πρέπει να έρθουν στην επιφάνεια οι ιστορικές ρίζες αυτής της πρακτικής...
ΗΓιόγκαείναι η ένωση, η ένωση με το πεπερασμένο, το μεταβατικό, με το άπειρο, με το αιώνιο εγώ. Ο όρος Γιόγκα εξαρτάται κυρίως στην ινδουιστική αντίληψη με τον Βράχμα. Ο Βράχμα είναι μια απρόσωπη θεϊκή ουσία που είναι παντού και σε όλα και είναι κρυμμένη από όλα. Αυτό που μας έρχεται δηλαδή ως αναζήτηση πνευματικής και σωματικής άσκησης της ινδουιστικής θρησκευτικής πίστης μας βοηθά να κατανοήσουμε τι στην πραγματικότητα συμβαίνει. Στις Ουπανισάδεςαναφέρεται : «Ενωθείτε στο φως μέσα σας με το φως του Βράχμα». Το 150 μ.Χ. ο δάσκαλος της Γιόγκα συστηματοποίησε την Γιόγκα σε οκτώ σημεία ή άκρα. Αυτά τα οκτώ σημεία, σαν μια σκάλα, υποτίθεται οδηγεί από την άγνοια στην φώτιση. Δηλαδή η Γιόγκα αποτελεί μια πανάρχαιη πνευματική άσκηση αναζήτησης ενός μεταφυσικού, που είναι βαθειά ριζωμένη στην Ινδουιστική Θρησκεία. Υπό τις συνθήκες αυτές και τις εν συντομία αναφορές της Γιόγκα, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν πραγματικά ένας χριστιανός μπορεί να συμμετάσχει ή να κάνει γιόγκα;
Θεός και άνθρωπος
Ηέννοια του θεού στην Γιόγκα και στην Ορθοδοξία είναι τελείως διαφορετικές. Η ένωση με το θείο που προσκαλεί η Γιόγκαείναι η βίωση αυτής της ένωσης. Αλλά όταν η Γιόγκα μιλά για το θεό ή το θείο ή τον βράχμα ταυτίζεται με όλες τις πρακτικότητες, αφού είναι απρόσωπο, μια πνευματική ουσία, μια άγνωστη και αόρατη δύναμη. Αυτό είναι Πανθεϊσμός, τα πάντα είναι θεός. Στον Χριστιανισμό ο Θεός είναι πρόσωπο και δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργίας, δεν ταυτίζονται. Ο Θεός είναι πρόσωπο που έρχεται σε σχέση με άλλα πρόσωπα, η δημιουργία είναι κτιστή.
Ηάλλη βασική επίσης διαφορά είναι οι απόψεις για τον άνθρωπο. Η φιλοσοφία της Γιόγκα διδάσκει ότι τα πάντα είναι θεός, άρα και ο άνθρωπος. Τα θεμελιώδεις προβλήματα του ανθρώπου καθώς και οι λύσεις για την Γιόγκα είναι στο θέμα της άγνοιας. Η λύση είναι η φώτιση, μια εμπειρία. Αυτή η λύση, η οποία είναι στόχος της Γιόγκα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πολλή προσωπική προσπάθεια. Για την Εκκλησία και τον Χριστιανισμό όμως το πρόβλημα δεν είναι η άγνοια αλλά η αμαρτία. Η αποτυχία του ανθρώπου να συμμορφωθεί κατά το αρχέτυπο πρότυπο. Στο πρόσωπο του Χριστού λοιπόν ο Θεός και ο άνθρωπος συμφιλιώθηκαν, ο χριστός «αίρων την αμαρτία του κόσμου», η σωτηρία είναι δώρο όχι ανάγκη ή δεν μπορεί ποτέ να την κερδίσει, εφόσον στην Γιόγκα η κυκλική κίνηση είναι επ’ άπειρον. Με τον τρόπο αυτό, η γιόγκα είναι μια θρησκευτική πρακτική που υποστηρίζει τον παγανισμό ή τον μονισμό. Αυτό μας οδηγεί στην άρνηση στην διάκριση μεταξύ δημιουργίας και Δημιουργού, μέχρι σε σημείο άρνησης ενός Δημιουργού Θεού. Σήμερα αυτό αποκαλείται Νέα Εποχή, Νέα Πνευματικότηταή Ολιστική Πνευματικότητα, οι οποίες είναι δεσμευμένες απολύτως στον πανθεϊσμό και τον παγανισμό. Το σύμπαν είναι ένας ζωντανός οργανισμός με πνευματική δύναμη προς τα πάντα. Έτσι, τα πάντα είναι αλληλένδετα με τη δύναμη της ζωής ή την ψυχή του κόσμου. Η δύναμη της ζωής εκδηλώνεται ως πνευματικά όντα ( για τους χριστιανούς αυτά είναι δαίμονες) που χειρίζονται την πορεία των γεγονότων παγκοσμίως.
Ηαντίθεση και η άρνηση της πρακτικής της γιόγκα είναι εξ απόψεως απορριπτέα, διότι:
1.Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργίας: «οίτινες μετάλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν» (Ρωμ. 1,25).
1.Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργίας: «οίτινες μετάλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν» (Ρωμ. 1,25).
2. Ο Χριστός δεν είναι Σωτήρας και Θεός αλλά ένας απλώς διαφωτιστής.
3. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού, αφού όλα είναι ένα. Αυτό οδηγεί σε ένα θρησκευτικό πλουραλισμό και άρνηση ης αληθείας.
4. Κτίση και άνθρωπος είναι ένα. Δηλαδή μειώνεται η κορωνίδα της δημιουργίας.
5. Δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ των θρησκειών και όλων των πνευματικοτήτων με αποτέλεσμα να μιλάμε για μια αόριστη πνευματικότητα.
Είδη Γιόγκα
Bhakti Γιόγκα
Αυτό το σύστημα της γιόγκα επιδιώκει τη σωτηρία μέσω ενός. Ο τρόπος με τον οποίο η σωτηρία επιτυγχάνεται είναι μέσω πράξεων στο πλαίσιο της γιόγκα, δεν είναι μια αφοσίωση σε μια προσωπική εμπειρία του Θεού μέσω του δώρου του Θεού χάριτος, όπως αποκαλύπτεται στη Γραφή. Η Bhakti γιόγκα βασίζεται στην πεποίθηση ότι είμαστε εκδηλώσεις του Θεού, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Σε αυτό το σύστημα, "ό,τι υπάρχει μέσα στο Θεό, αλλά όλα δεν είναι Θεός…Ο κόσμος και οι ψυχές είναι πραγματικές, αλλά είναι επίσης μέρος της ύπαρξης του Θεού, και όχι χωριστά από αυτόν. Αυτό φαίνεται καθαρά μέσα από ταινίες, όπως το Avatar. Βρίσκεται επίσης σε αυτούς που πιστεύουν σε βράχους, δέντρα, νερό και άλλα μέρη της δημιουργίας. Η ιδέα ότι υπάρχει μια αόριστη πνευματικότητα που εκδηλώνεται μέσα από όλα τα πράγματα της δημιουργίας είναι μια υποσυνείδητη πεποίθηση των περισσότερων νέων και η φιλοσοφία αυτή ενισχύεται μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί νέοι άνθρωποι προτιμούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους πνευματικούς και όχι να ταυτιστούν με μια θρησκεία.
Hatha Γιόγκα
Αυτό το σύστημα της γιόγκα στηρίζεται σε σωματική δραστηριότητα και είναι το είδος της γιόγκα που πιο συχνά ασκείται στη Δύση. Πράγματι, οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες σκέφτονται την γιόγκα, μόνο ως μια σωματική άσκηση, αλλά η Hatha γιόγκα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια σωματική γυμναστική. Η πράξη αυτής τη γιόγκας στοχεύει στην επίτευξη μιας αλλαγμένης κατάστασης στην συνείδηση και γίνεται με την μέθοδο της αναπνοής.
Jnana Γιόγκα
ΗJnana γιόγκα θα μπορούσε να περιγραφεί ως γιόγκα για τους διανοούμενους ή επιδιώκει τη σωτηρία μέσω της πνευματικής γνώσης και της διάκρισης από τους γιόγκα για τους φιλοσόφους. Αλλά αυτό δεν είναι το τέλος της Jnanaαλλά μόνο η αρχή. Ο τελικός στόχος της Jnanaείναι αποστασιοποίηση από την αρετή.Αυτή η μορφή της γιόγκα που ριζώνει σε μια αισθητική αναπαράσταση του Χριστιανισμού, συνήθως αναφέρεται ως θεολογία της φτώχειας. Στον πυρήνα της, η θεολογία της φτώχειας αποφεύγει το υλικό υπέρ του πνευματικού. Η γνώση είναι πιο ακριβό από το φυσικό. Αλλά η Αγία Γραφή είναι σαφής ότι τόσο η σωματική όσο και η πνευματική υπόσταση του ανθρώπου είναι η δημιουργία του Θεού και είναι καλά και όχι απόβλητα.
Karma Γιόγκα
Πολλοί άνθρωποι λειτουργούν με το σύστημα του κάρμα ακόμα και αν δεν ασκούν πρακτική της γιόγκα. Με απλά λόγια, το κάρμα είναι ένα σύστημα της γιόγκα που βασίζεται στη σωτηρία μέσω καλών έργων.
Kundalini Γιόγκα
ΗKundalini γιόγκα προσπαθεί να ξυπνήσει την θεία ενέργεια που είναι ανενεργής στην σπονδυλική στήλη, όπως ένα φίδι είναι κουλουριασμένο. Μέσω του ελέγχου του αναπνευστικού συστήματος αυτή η πρακτική στοχεύει να ελέγξει το σώμα.
Ράτζα Γιόγκα
ΗΡάτζαΓιόγκα διδάσκει ότι ο νους είναι το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, και ότι από τον έλεγχο στο μυαλό μας, μπορείτε να κυριαρχήσει στο σώμα μας. Σε αυτό το σύστημα, οι έντονες ασκήσεις έχουν ως στόχο να βοηθήσουν το σώμα να υποταχθεί στον νου. Το σύστημα αυτό φαίνεται στο γεγονός ότι για να ευημερήσει στην ζωή του κανείς, πρέπει να κυριαρχήσει στο νου και να διώξει τις μικρές σκέψεις. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια λατρεία της αυτοεκτίμησης που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να παραγκωνίσουν κάθε αμφιβολία για τον εαυτό τους και την εμπιστοσύνη ότι το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος.
Ηπρακτική της γιόγκα εν σχέση με την ορθοδοξία δηλαδή δεν είναι δύο παράλληλοι δρόμοι, αλλά αντίθετοι. Οι πρακτικές της αναπνοής, του φιδιού κ. ά. είναι όχι μόνο πνευματικά αλλά και σωματικά επικίνδυνες, ξένες προ την ορθόδοξη πνευματικότητα.
↧
ΤΟ «ΑΛΑΘΗΤΟ» ΤΟΥ ΠΑΠΑ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΘΕΣΠΙΣΤΗΚΕ
Ο πάπας Πίος ο Θ΄ που θέσπισε το αλάθητο
Οεπίσκοπος Ρώμης, γνωστός σήμερα ως πάπας = πατέρας, έχαιρε πάντα ιδιαίτερης εκτίμησης στην Εκκλησία και διότι ήταν επίσκοπος της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και επειδή σύμφωνα με την παράδοση εκεί είχαν μαρτυρήσει οι δύο κορυφαίοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Έμελλε μάλιστα να αποκτήσει μεγάλη σπουδαιότητα και αξία, αφού υπήρξε το μοναδικό στήριγμα των κατοίκων της Δύσης, όταν τα βαρβαρικά φύλα των Βανδάλων κατέλυαν το 476 μ.Χ. το δυτικό Ρωμαϊκό κράτος σπέρνοντας τον τρόμο και τον πανικό.
Λόγω λοιπόν αυτών των συνθηκών, από πολύ νωρίς άρχισε να καλλιεργείται στους κόλπους της εκκλησίας της Ρώμης η ιδέα περί του πρωτείου του επισκόπου αυτής εφ’ όλης της Εκκλησίας. Την ιδέα αυτή επέτεινε η θεωρία για την ιδιαίτερη σχέση του πάπα προς τον απόστολο Πέτρο, αλλά και περί μιας εξαιρετικής αυθεντίας του Πέτρου στο κύκλο των αποστόλων που αποκαλείται officiumPetri. Καλλιεργήθηκε μάλιστα και μεταγενέστερα τον 4οαιώνα μ.Χ. η γνώμη, πως ο Πέτρος ίδρυσε την εκκλησία της Ρώμης και πως υπήρξε πρώτος επίσκοπός της, γεγονός που είναι παντελώς αναληθές. Διότι πρώτος επίσκοπος αυτής υπήρξε ο Λίνος (67 – 79 μ.Χ.), όπως μαρτυρεί αρχαίος κατάλογος που συντάχθηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Σωτήρα (166 – 174 μ.Χ.) και αναφέρεται από τον Ειρηναίο (2οςαιώνας μ.Χ.) στο «Κατά αιρέσεων» 3,3,3 και τον Ευσέβιο Καισαρείας: «Της δε εκκλησίας των Ρωμαίων, μετά το μαρτύριο του Πέτρου και Παύλου, πρώτος διορίζεται στην επισκοπή ο Λίνος» Εκκλησιαστική Ιστορία 3,2.
Με την διεκδίκηση του πρωτείου εξουσίας του πάπα επάνω σε ολόκληρη την Εκκλησία, άρχισε να καλλιεργείται και η ιδέα περί του αλάθητου αυτού που αφορά ζητήματα πίστης και που μόνο αυτός μπορεί να αποφαίνεται για την ορθότητα ή μη αυτών.
Γράφει λοιπόν ο Βασ. Στεφανίδης στην «Εκκλησιαστική Ιστορία», σελίδα 289: «Από την ε΄ εκατονταετηρίδα παρουσιάσθηκαν τα πρώτα ίχνη του παπικού αλάθητου, συνδυασμένα, όπως ήταν επόμενο, με τις αξιώσεις του πάπα ως ανωτάτης εκκλησιαστικής αρχής. Ο Ιννοκέντιος ο Α΄ (401 – 407 μ.Χ.) αξίωσε, ότι ο αποστολικός θρόνος αυτού μπορεί να λάβει αυθεντικές αποφάσεις για τα ζητήματα πίστης όλης της Εκκλησίας. Ο θρόνος αυτός ήταν, κατ’ αυτόν, η πηγή της καθαρής διδασκαλίας για τις χώρες όλου του κόσμου (πατρολογία Migne, λατινική σειρά, 20, 582. Πρβλ. και τον λίβελλον του Ρώμης Ορμίσδα του έτους 516, Migne, 63, 393). Ο Ρώμης Ζώσιμος (417 – 418 μ.Χ.) πρώτος απεφάνθη, ότι οι παπικές αποφάσεις είναι ανεπίδεκτες εφέσεως (πατρολογία Migne, 20, 676. Πρβλ. και τους λόγους του Ρώμης Γελασίου του Α΄ 492 – 496 μ.Χ., Migne, 59, 66 C, και τους ευρυτέρας σημασίας λόγους:”primasedesanemineiudicatur”, οι οποίοι αρχικώς βρίσκονται στα νόθα έγγραφα του Ρώμης Συμμάχου 498 – 514 μ.Χ. και της μερίδας αυτού και οι οποίοι εισήλθαν στο παπικό δίκαιο, Codexiuriscanonici, can. 1556). Παρουσιάσθηκε η φράση, ότι ο πάπας είναι “κεφαλή” της Εκκλησίας. Ο Βονιφάτιος ο Α΄ (418 – 422 μ.Χ.) χαρακτήρισε ως κεφαλή όλης της Εκκλησίας την ρωμαϊκή Εκκλησία (πατρολογία Migne, 200, 777 και εξ.), ο δε αντιπρόσωπος του Ρώμης Καιλεστίνου του Α΄ στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο πρεσβύτερος Φίλιππος χαρακτήρισε ως κεφαλή της Εκκλησίας τον επίσκοπο Ρώμης. Ότι, δηλαδή, μετά την ανάγνωση της παπικής επιστολής, οι παρόντες επίσκοποι, επιδοκιμάσαντες αυτή, ενώθηκαν ως άγια μέλη μετά της αγίας κεφαλής (Mansi, 4, 1289 και εξ.). Ο Αγκύρας Θεόδωρος αντέταξε την παρατήρηση, ότι η Σύνοδος ήδη πριν από την άφιξη των παπικών απεσταλμένων είχε λάβει αποφάσεις. Αλλά την άλλη μέρα ο Φίλιππος επανέλαβε τον χαρακτηρισμό και δικαιολόγησε αυτόν με τα επόμενα: “Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των αποστόλων … ο θεμέλιος της καθολικής εκκλησίας … έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζει και δικάζει” (Mansi, 4, 1295 και εξ.). Fr. Heiler, AltkirchlicheAutonomieundpapstlicherZentralismus, 1941, σελ. 187 – 228.»
Στη θέσπιση του αλάθητου του πάπα πρώτα στις συνειδήσεις των πιστών της Δυτικής Εκκλησίας και μετά ως κανόνα πίστης από την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού το 1870, συνέβαλε και η διοργάνωση της Εκκλησίας αυτής η οποία έλαβε καθαρά παπική μορφή. Ο πάπας κατέστη η ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία ως διοικητικός, νομοθετικός και δικαστικός άρχων αυτής. Αναμιγνύονταν στις εκλογές των μητροπολιτών και επισκόπων. Οι μητροπολίτες όφειλαν να λάβουν το ωμοφόριο (pallium) από τον πάπα. Ενώ στην Ανατολή όλοι οι επίσκοποι έφεραν ωμοφόριο, στη Δύση στην αρχή ωμοφόριο έφερε μόνο ο πάπας, συνήθεια που είχε παραλάβει από την Ανατολή. Έτσι όταν ο Ρώμης Σύμμαχος, κατά τον έκτο αιώνα, ήθελε να καταστήσει τον Αρελάτης Καισάριο αντιπρόσωπό του στη Γαλλία, του έδωσε το δικαίωμα να φέρει ωμοφόριο, μάλιστα δε του απέστειλε ένα ωμοφόριο για τον σκοπό αυτό. Από τα μισά της Θ΄ εκατονταετηρίδας κατέστη υποχρεωτικό για όλους τους μητροπολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν στη Ρώμη απεσταλμένο με ομολογία πίστεως για να λάβουν το ωμοφόριο. Επειδή όμως μέχρι τον ΙΓ΄ αιώνα ίσχυε ο καισαροπαπισμός, δηλαδή οι μητροπολίτες ήταν υποταγμένοι στο βασιλιά τους, με την ΙΒ΄ Οικουμενική Σύνοδο του Λατερανού (1215) ο Ιννοκέντιος ο Γ΄ κατέστησε ως αναγκαία προϋπόθεση του μητροπολιτικού αξιώματος την αποδοχή του ωμοφορίου από τα χέρια του πάπα. Έδιναν μάλιστα και όρκο υποτελείας σ’ αυτόν, η οποία ενώ μέχρι τότε ίσχυε ως συνήθεια, αργότερα θεσπίστηκε επί Γρηγορίου του Θ΄ (1227 – 1241) με νόμο. Μάλιστα επί Μαρτίνου του Ε΄ (1417), μεταβλήθηκαν σε υπαλλήλους και ο όρκος υποτελείας μεταβλήθηκε σε όρκο υπηρεσίας. Ο πάπας επενέβαινε στην δικαιοδοσία των μητροπολιτών και επισκόπων αρχικά με έκτακτους απεσταλμένους (legati) και έπειτα με τακτικούς και μόνιμους απεσταλμένους (nuntii).
Προϊόντος του χρόνου ο πάπας κατέστη ο ανώτατος νομοθέτης της Εκκλησίας. Οι αποφάσεις των παπών είχαν την ισχύ εκκλησιαστικών κανόνων, ώστε δεν χρειάζονταν να επικυρωθούν από σύνοδο. Με την ιδιότητα του πάπα ως ανώτατου νομοθέτη προέκυψε το δικαίωμα αυτού, να αναστέλλει την εφαρμογή εκκλησιαστικού κανόνα, ο δε Ιννοκέντιος ο Γ΄ το δικαιολόγησε αυτό, λέγοντας πως ο πάπας έχει ολόκληρη την εξουσία (pletitudopotestatis).
Αλλά και σε δικαστικά ζητήματα ο πάπας κατέστη ο ανώτατος δικαστής της Εκκλησίας. Από κάθε εκκλησιαστικό δικαστήριο δέχονταν εφέσεις και μόνο αυτός είχε το δικαίωμα να κατατάξει κάποιον στην χορεία των αγίων, γεγονός που επισυνέβη επί Αλεξάνδρου του Γ΄ (1181). Η υπαγωγή της αγιοποίησης στην δικαστική εξουσία του πάπα εξηγείται, διότι στη Δύση η αγιοποίηση παίρνει την μορφή ενός είδους δίκης. Υπάρχει δηλαδή στο «δικαστήριο» αυτό, κάποιος που εκτελεί χρέη δημόσιου κατήγορου ο αποκαλούμενος και «δικηγόρος του διαβόλου», ο οποίος αναφέρει τις ελλείψεις του υποψήφιου προς αγιοποίηση προσπαθώντας να την ματαιώσει. Αν παρόλα αυτά, οι συνήγοροι κατορθώσουν να αποδείξουν πως ο υποψήφιος είναι άξιος τότε τελείται η αγιοποίηση του.
Φυσικό επακόλουθο όλων των ανωτέρω ήταν να προκύψει το αλάθητο του πάπα, αφού ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή περιεβλήθη με το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων. Όσο για τη θεολογική του κατοχύρωση δεν υπήρξε και κανένα μεγάλο πρόβλημα ή κάποιο μεγάλο εμπόδιο. Γιατί, ως γνωστόν, η Αγία Γραφή βρίθει χωρίων, τα οποία μπορεί ο οιοσδήποτε απομονώνοντας τα από το γενικότερο πλαίσιο, να τα χρησιμοποιήσει όπως αυτός επιθυμεί. Η ύπαρξη και μόνο στο Χριστιανισμό χιλιάδων αιρέσεων μαρτυρεί για την αλήθεια αυτή. Πρώτος ο μεγάλος θεολόγος της Δύσης Θωμάς Ακινάτης (1274) διατύπωσε την σχετική θεωρία στο έργο του SummaTheologiae, II, 2, 1 art 10. Κατ’ αυτόν ο πάπας αποφασίζει μετά από συνοδική απόφαση, η οποία με την επικύρωσή του λαμβάνει κύρος και ισχύ. Την γνώμη του αυτή την στήριξε στα λόγια που είπε ο Χριστός προς τον Απόστολο Πέτρο: «Εγώ όμως προσευχήθηκα για σένα να μην σε εγκαταλείψει η πίστη σου, και συ, όταν ποτέ επιστρέψεις στήριξε του αδελφούς σου» Λουκάς 22:23 και στην προτροπή προς Κορινθίους του Αποστόλου Παύλου: «Να λέγετε όλοι το ίδιο και να μην υπάρχουν διαιρέσεις μεταξύ σας» 1 Κορινθίους 1:10.
Έτσι λοιπόν ο πάπας ονομάσθηκε «αντιπρόσωπος του Χριστού» (vicariusChristi) και κατέστη όχι μόνο η ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία, αλλά και η εν γένει ανώτατη εξουσία στο κόσμο, με αποτέλεσμα όλα τα παρακάτω να έρθουν ως φυσικό επακόλουθο. Η πολιτική εξουσία εξαρτήθηκε από αυτόν. Τα κράτη εθεωρούντο παπικά τιμάρια (φέουδα), οι βασιλείς εθεωρούντο υποτελείς εις τον πάπα ηγεμόνες, οι οποίοι έπρεπε να πληρώνουν φόρο, όπως και πράγματι έκαναν κάποιοι από αυτούς όπως π.χ. της Ουγγαρίας, Αγγλίας, Πορτογαλίας, Λεώνης και Αραγονίας. Ισχυρά όπλα στα χέρια του εκάστοτε πάπα απέναντι των βασιλέων ήταν ο αφορισμός, η λύση του όρκου των υπηκόων απέναντι στο βασιλιά τους, η εκθρόνιση και η «απαγόρευση» (interdictum). Όπου κηρύσσονταν «απαγόρευση», έπαυε στην ουσία η εκκλησιαστική ζωή και κάποιες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, αφού οι καμπάνες δεν χτυπούσαν πλέον, η θεία λατρεία τελούνταν σιγανά και με κλειστές τις πόρτες, η εξομολόγηση και η θεία ευχαριστία δίνονταν μόνο στους ετοιμοθάνατους, εκκλησιαστικά θάπτονταν μόνο οι ιερείς, τα παιδιά κάτω από δύο ετών, οι ζητιάνοι και οι ξένοι και δεν γίνονταν κανένας γάμος ή βάπτιση. Η «απαγόρευση» μετά του προσωπικού αφορισμού παρουσιάσθηκε τον Ι΄ αιώνα, αλλά ως αυτοτελής τιμωρία εμφανίζεται τον ΙΑ΄ αιώνα. Μεγάλη χρήση αυτής έγινε τον ΙΒ΄ και ΙΓ΄ αιώνα.
Οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες όφειλαν να φιλούν το πόδι του πάπα και σε ορισμένες επίσημες στιγμές να εκτελούν καθήκοντα ιπποκόμου αυτού. Κρατούσαν το άλογο του από τα χαλινάρια και το οδηγούσαν σε απόσταση κάποιων μέτρων. Την υποχρέωση αυτή, την στήριζαν οι πάπες σε ένα πλαστό έγγραφο που είχε κατασκευαστεί στο δεύτερο μισό του Η΄ αιώνα το οποίο αναφέρονταν στην δήθεν δωρεά που έκανε ο Μ. Κωνσταντίνος στον τότε πάπα, τη γνωστή ως «Ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά». Στο έγγραφο λοιπόν αυτό υποστηρίζεται πως ο Μ. Κωνσταντίνος έκανε τον ιπποκόμο στον επίσκοπο Ρώμης Σίλβεστρο οδηγώντας το άλογο του. Την απόλυτη εξουσία του πάπα δεικνύει και το κάλυμμα που φοράει στο κεφάλι στις επίσημες τελετές, το ονομαζόμενο «τιάρα». Η τιάρα είναι τριπλό στέμμα που συμβολίζει την εξουσία του στα επίγεια (αφορισμοί), ουράνια (αγιοποίηση) και καταχθόνια (καθαρτήριο πυρ, αφέσεις).
Και ενώ φαινόταν πως τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει την απόλυτη αυτή εξουσία του πάπα, ήρθε ο 16οςαιώνας με τον Λούθηρο και την Διαμαρτύρηση όχι μόνο να αμφισβητήσει και σχετικοποιήσει την εξουσία αυτή αλλά και να την εξαλείψει παντελώς από τις συνειδήσεις εκατομμυρίων πιστών. Μπαίνοντας μάλιστα ο 18οςαιώνας με την επικράτηση της ελεύθερης σκέψης και γενικά με την θρησκευτική αδιαφορία υπέθαλψαν τάσεις και μέσα στην ίδια την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προς περιορισμό των εξουσιών και της δικαιοδοσίας του πάπα. Στην Αυστρία ο αυτοκράτορας Ιωσήφ ο Β΄ προέβη σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είχαν παρασκευασθεί από το έργο του Febronius, με τις οποίες περιορίζονταν οι εξουσίες του πάπα σε ένα απλό πρωτείο, το οποίο δεν ήταν τίποτα άλλο από την δυνατότητα να παρέχει στους άλλους επισκόπους μόνον συμβουλές και προτροπές. Παρόμοιες τάσεις εκδηλώθηκαν και αλλού. Έτσι οι Γερμανοί καθολικοί επίσκοποι σε σύνοδο στην πόλη Emsτο 1786 πρότειναν τον περιορισμό σε μεγάλο βαθμό των εξουσιών του πάπα, όπως το ίδιο συνέβη και στη Γαλλία, που όμως διακόπηκαν προσωρινά λόγω της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων, για να επανέλθουν όμως πάλι έντονα με την επικράτηση της ειρήνης.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι συνθήκες, όταν ανέβαινε στον παπικό θρόνο ο Πίος ο Θ΄, ο οποίος στην αρχή έδειξε μια τάση εύνοιας προς τις εκδηλωθείσες φιλελεύθερες απόψεις. Απόψεις όμως οι οποίες μεταλλάχθηκαν άρδην, όταν αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την Ρώμη και να καταφύγει στην Γαέτα. Βλέποντας λοιπόν τις δυσμενείς εξελίξεις για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποφασίζει να απαντήσει δυναμικά στις δραματικές πολιτικές εξελίξεις, συγκαλώντας την περιώνυμη πρώτη σύνοδο του Βατικανού – εικοστή οικουμενική για τους Ρωμαιοκαθολικούς – μετά την επιστροφή του στη Ρώμη, με την βοήθεια των Γαλλικών λογχών, και να θεσπίσει το περίφημο «Αλάθητο».
Ο πάπας Πίος ο Θ΄ εισέρχεται στη σύνοδο του Βατικανού
Η σύνοδος αρχίζει τις εργασίες της στις 8 Δεκεμβρίου 1869 με την συμμετοχή 719 μελών, τα οποία είχαν συγκληθεί με την Εγκύκλιο της 29ηςΙουνίου 1868 η οποία καθόριζε ως σκοπό της την καταπολέμηση των σύγχρονων πλανών, κατ’ αναλογία με την σύνοδο στο Τριδέντο (1545 – 1563) που είχε καταπολεμήσει τις πλάνες του Προτεσταντισμού. Ήδη όμως ο πάπας είχε προδιακηρύξει με την υποστήριξη κάποιων επισκόπων – οπαδών του αλάθητου – πως ασφαλές μέσον για την επίτευξη του σκοπού αυτού ήταν ο καθορισμός ως δόγμα πίστης πλέον του παπικού αλάθητου. Εκτός όμως από το παπικό αλάθητο η σύνοδος καλούνταν να αποφανθεί και για το ζήτημα που είχε εισάγει ο Πίος ο Θ΄ για την «άσπιλο σύλληψη της Παρθένου» δηλαδή πως η Παναγία δεν έφερε όπως οι λοιποί άνθρωποι το προπατορικό αμάρτημα. Ο πάπας από την νεανική του ηλικία ήταν ενθουσιώδης λάτρης της Παρθένου Μαρίας στην οποία απέδιδε την διάσωσή του από πολλούς κινδύνους. Γι’ αυτό όταν διέμενε στην Γαέτα εξέδωσε Εγκύκλιο το 1849 προς τους επισκόπους καλώντας τους να πάρουν θέση επ’ αυτού του ζητήματος. Τα δύο τρίτα αυτών απάντησαν σύμφωνα με την επιθυμία του πάπα με τους Γερμανούς και Γάλλους επισκόπους όμως να απαντούν αρνητικά. Οπότε ο Πίος ο Θ΄ θεώρησε καλό να συζητηθεί στη σύνοδο και το ζήτημα αυτό.
Όταν λοιπόν ξεκίνησαν οι εργασίες της συνόδου και μπήκε το ζήτημα του αλάθητου του πάπα προκλήθηκε εξέγερση των φιλελεύθερων καθολικών όπως του IgnatiusDollinger, Friedrichκαι Huberτου Πανεπιστημίου του Μονάχου καθώς και του επισκόπου Kettelerτης Mayence, και του Maretκοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής των Παρισίων αλλά και πλήθος άλλων. Μάλιστα όταν υποστήριξαν πως για το παπικό αλάθητο δεν υπάρχει ασφαλής παράδοση της Εκκλησίας, ο πάπας απάντησε στα Ιταλικά «η παράδοση είμαι εγώ» (Latraditiosonoio).
Παρά τις διαμαρτυρίες τους η σύνοδος καθόρισε ως δόγμα πλέον, πως ο πάπας, όταν αποφαίνεται επίσημα και excathedraδηλαδή «ως ποιμένας και διδάσκαλος όλων των Χριστιανών» είναι αλάθητος. Έτσι η σύνοδος του Βατικανού, «οιονεί αυτοκτονούσα» όπως σημειώνει πολύ εύστοχα ο μακαριστός δάσκαλος Παναγιώτης Τρεμπέλας, κατέλυσε το κύρος και την εξουσία των επισκόπων όταν αποφαίνονται σε σύνοδο. Πλέον οι αποφάσεις αυτής δεν είχαν ως προοίμιο αυτό που ίσχυε στη σύνοδο του Τριδέντου: «Η ιερά και αγία, οικουμενική και γενική σύνοδος διδάσκει και αποφαίνεται …»αλλά «εμείς ο Πίος ο Θ΄ της ιεράς συνόδου επιδοκιμαζούσης, διδάσκουμε και αποφαινόμεθα …». Η έννοια λοιπόν του νέου δόγματος ήταν πως ο πάπας προσωπικά και ιδιωτικά ενεργώντας ή διδάσκοντας δεν είναι αλάθητος, αλλά μόνον όταν επίσημα και εκ καθέδρας αποφαίνεται για ζητήματα που αφορούν το δόγμα και την ηθική, ασκώντας την δικαιοδοσία του ως νομοθέτης και διδάσκαλος, είναι αλάθητος.Στις 18 Ιουλίου 1870 το «Αλάθητο» του πάπα είναι πλέον γεγονός.
Επιπλέον η σύνοδος του Βατικανού παρά τις αντιδράσεις πολλών επισκόπων επικυρώνει και το δόγμα για την «άσπιλο σύλληψη της Παρθένου» το οποίο με την εγκύκλιο «ineffabilisDeus» της 10ηςΔεκεμβρίου 1854 είχε διακηρύξει ο Πίος ο Θ΄ ότι «η Παρθένος Μαρία από την πρώτη στιγμή της σύλληψής της διά μοναδικής του παντοδύναμου Θεού χάριτος και προνομίου, και δια προλήψεως (intuitu) των αξιομισθιών του Ιησού Χριστού του Σωτήρα του ανθρώπινου γένους, διατηρήθηκε αμέτοχος παντός σπίλου της προπατορικής ενοχής».
Κατά την διάρκεια των συζητήσεων για το αλάθητο του πάπα, ξεχώρισε η μορφή του Γερμανού καθηγητή IgnatiusDollinger, ο οποίος υποστήριξε πως οποιοδήποτε άρθρο της πίστης δεν πρέπει μόνο να επιδοκιμάζεται από τους επισκόπους που είναι συνενωμένοι με τον πάπα, αλλά η οικουμενικότητα αυτού να επικυρώνεται από όλη την εκκλησία. Μαζί με τον Friedrichκαι με άλλους σαράντα δύο καθηγητές του Μονάχου διαμαρτυρήθηκαν εναντίον του ψηφίσματος για το αλάθητο του πάπα. Έτσι ξεκίνησε το κίνημα των Παλαιοκαθολικών της Δυτικής Εκκλησίας το οποίο διαδόθηκε στην Ελβετία και αλλού. Οι Παλαιοκαθολικοί στους οποίους μετά τον αφορισμό του από τον πάπα μπήκε επικεφαλής ο Dollingerεκτός από την μη αποδοχή του αλάθητου εισήγαγαν και άλλες μεταρρυθμίσεις στις κοινότητές τους, όπως η παροχή του ποτηρίου της Θείας Μετάληψης και στους λαϊκούς, η κατάλυση της αγαμίας του κλήρου και η χρήση της λαλούμενης γλώσσας και όχι της Λατινικής που ίσχυε μέχρι τότε στην λατρεία.
Το αλάθητο του πάπα ως δόγμα πίστης, ως δόγμα δηλαδή αναγκαίο για την σωτηρία των πιστών αποδοκιμάστηκε έντονα όχι μόνο από την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και τις διάφορες Προτεσταντικές ομολογίες, ενώ αμφισβητείται ευρύτατα και στους κόλπους της ίδιας της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας.
Άξιον μνείας είναι και το γεγονός πως η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού 1962 – 1965 αναθεώρησε τις σχέσεις του πάπα και του σώματος των επισκόπων με την ενθάρρυνση μιας μορφής επισκοπικών συνελεύσεων για την αντιμετώπιση καθαρώς ποιμαντικών ζητημάτων.
Ηκριτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας εναντίον του δόγματος του παπικού αλάθητου θεμελιώθηκε στην πατερική παράδοση, κατά την οποία το αλάθητο συνδέεται μόνο με τη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία και όχι με συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ εκφράζεται μόνο με την αυθεντία της Οικουμενικής Συνόδου.
Την στάση των Ορθοδόξων απέναντι στον Πάπα την εκφράζει με θαυμάσιο τρόπο ο συγγραφέας του 12ουαιώνα Νικήτας, αρχιεπίσκοπος Νικομηδείας:
«Αγαπητέ μου αδελφέ, δεν αρνούμαστε στη Ρωμαϊκή εκκλησία το πρωτείο μεταξύ των πέντε αδελφών Πατριαρχείων· και της αναγνωρίζουμε το δικαίωμα για την πιο τιμητική θέση στην Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά η Εκκλησία αυτή αποσπάστηκε από εμάς με τα ίδια της τα έργα, όταν με υπεροψία ανέλαβε την μοναρχία που δεν αρμόζει στο αξίωμά της … Πως μπορούμε να δεχτούμε τις εγκυκλίους της, όταν δεν μας έχει καθόλου συμβουλευτεί ούτε καν ξέρουμε τίποτε; Αν ο Ρωμαίος Ποντίφηκας, καθισμένος στον υψηλό θρόνο της δόξας του, επιθυμεί να μας κατακεραυνώνει, και κατά κάποιο τρόπο να μας εκτοξεύει τις διαταγές του “αφ’ υψηλού”, κι αν επιθυμεί να μας κρίνει και να διοικεί εμάς και τις Εκκλησίες μας, χωρίς να μας συμβουλεύεται, αλλά μόνο για δική του αυθαίρετη ευχαρίστηση, τι είδους αδελφότητα είναι αυτή ή μάλλον τι είδους πατρότητα; Θα είμαστε τότε σκλάβοι, και όχι τα τέκνα μιας τέτοιας Εκκλησίας, και η Ρωμαϊκή έδρα δεν θα είναι η ευσεβής μητέρα των τέκνων, αλλά η σκληρή και αγέρωχη κυρία των σκλάβων».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βασίλης Στεφανίδης: Εκκλησιαστική Ιστορία2. Παναγιώτης Τρεμπέλας: Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας
3. Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς», λήμμα «Πάπας»
4. Ιωάννης Αναστασίου: Εκκλησιαστική Ιστορία5. Κάλλιστος Γουέαρ: Η Ορθόδοξη Εκκλησία
6. Νίκος Ματσούκας: «Σχόλιο», Περιοδικό «Καθ’ Οδόν», τεύχος 2, 1992
7. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος 1↧
ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ζούμε δυστυχώς σε ζοφερούς χρόνους απόλυτης πνευματικής και ηθικής αποστασίας. Ορισμένοι τους συγκρίνουν ή και τους ταυτίζουν, με την αποστασία των εσχάτων καιρών, για τους οποίους ομιλεί ο αδιάψευστος λόγος του Θεού (Ματθ.24,1-22, Λουκ.17,22-32.21,34, Α΄Τιμ.4,1-2, Β΄Τιμ.3,1-5, Β΄Θεσ.2,3, κλπ). Αναμφίβολα η σύγχρονη αποστασία είναι εσχατολογικού χαρακτήρα, της οποίας βασική πτυχή είναι και η πρωτοφανής πλήθυνση των αιρέσεων και των κακοδοξιών, οι οποίες έχουν πάρει επιδημική εξάπλωση στη χώρα μας και σε όλη την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό είναι ανάγκη, ως ορθόδοξοι πιστοί, να αντιδράσουμε σθεναρά στην πνευματική μας αλλοτρίωση, διότι η αλήθεια της πίστεώς μας είναι συνώνυμη με τη σωτηρία μας. Οι αλήθειες της Εκκλησίας μας, οι οποίες μας προβάλλονται για αποδοχή και βίωση, είναι η βασικότερη προϋπόθεση για να λάβουμε τη σώζουσα χάρη από Αυτή. Η κυριότερη αντίδρασή μας είναι η γνώση των ορίων μεταξύ αλήθειας και κακοδοξίας. Στο σύντομο αυτό πόνημά μας θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τη βασική αυτή οριοθέτηση, απαραίτητη για τον πνευματικό μας αγώνα και την εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία.
ΟΚύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο σαρκωμένος Θεός μας, ήρθε στον κόσμο να σώσει το ανθρώπινο γένος από το ζυγό της αμαρτίας, την επιρροή του διαβόλου και να ανασυνδέσει τον άνθρωπο με το Θεό. Να ξαναδώσει στον άνθρωπο την υιοθεσία, κατά τον απόστολο Παύλο (Γαλ.4,4), την οποία είχε απολέσει με την πτώση του. Το επί γης απολυτρωτικό Του έργο συνεχίζεται στους αιώνες με την αγία Του Εκκλησία, η Οποία είναι μία και αδιαίρετη. Μέσα σε αυτή, μέσω των Ιερών Μυστηρίων και των άλλων αγιαστικών πράξεων, οι πιστοί ενωμένοι σε ένα σώμα, το μυστικό Σώμα του Χριστού, αγιάζονται και σώζονται. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας, παρά ο δρόμος της Εκκλησίας. Ένας μεγάλος Πατέρας της αρχαίας Εκκλησίας μας, ο άγιος Κυπριανός τόνισε πως «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία», εκφράζοντας την κορυφαία πίστη Της Εκκλησίας μας ότι μόνο μέσα σε Αυτή ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί. Είναι σοβαρό λάθος να πιστεύει κάποιος πως και εκτός της Εκκλησίας, έστω ως καλός άνθρωπος, μπορεί να σωθεί. Η σωτηρία μας εξαρτάται αποκλειστικά από την πραγματική συσωμάτωση στο Σώμα του Χριστού μας, σωζόμαστε ως οργανικά κύτταρα του Σώματος του Λυτρωτή μας, που είναι η αγία μας Εκκλησία.
Όμως ο διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα τον άνθρωπο, που είναι το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού, δε θέλει τη σωτηρία του. Επειδή γνωρίζει ότι ο άνθρωπος σώζεται μέσω της Εκκλησίας, θέλει να την καταργήσει. Όμως επειδή δε μπορεί να Την καταργήσει, αποσπά τα ανθρώπινα πρόσωπα από αυτή. Ο τρόπος απόσπασης είναι η ετεροδιδασκαλία, δηλαδή η πίστη σε ψεύτικες διδασκαλίες, οι οποίες είναι αντίθετες με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Οι πιστοί οφείλουμε να πιστεύουμε στις σωτήριες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας, διότι αυτές έχουν απόλυτη σχέση με τη σωτηρία μας. Αν λ.χ. δεν πιστεύουμε στην πραγματική ένωση της ανθρώπινης φύσης με τη θεία φύση στο πρόσωπο του Κυρίου μας, τότε είναι αδύνατη η σωτηρία μας. Ο Χριστός μας σώζει ως αληθινός Θεός και ταυτόχρονα ως αληθινός άνθρωπος.
Όποιος αρνείται τις σωτήριες διδασκαλίες που δίδαξε ο Χριστός και κατανόησε η αγία μας Εκκλησία δεν έχει θέση σε Αυτή.
Από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια με την ενέργεια του διαβόλου, άνθρωποι εγωιστές, άρχισαν να διαφοροποιούνται από την πίστη της Εκκλησίας. Κήρυτταν «έτερον ευαγγέλιον» (Γαλ.1,6) κατά τον απόστολο Παύλο, και ως εκ τούτου αποκόπηκαν από το εκκλησιαστικό σώμα και βρέθηκαν εκτός της Εκκλησίας. Μετά την αποκοπή τους από την Εκκλησία ίδρυαν δικές τους «εκκλησίες», διαδίδοντας ότι η δική τους «εκκλησία» είναι η αληθινή Εκκλησία. Αυτοί είναι οι αιρετικοί και οι διδασκαλίες τους η αίρεση. Ετυμολογικά η λέξη αίρεση σημαίνει την προτίμηση άλλης διδασκαλίας, το ξεχώρισμα. Από τον 1ομ. Χ. έχουμε την εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων, όπως των Δοκητών, των Νικολαϊτών, των Γνωστικών, των Μαρκιωνιτών, των Μοναρχιανών, των Μοντανιστών, των Μανιχαίων, κ.α. Τον 4ομ. Χ. αιώνα εμφανίστηκε η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού, η οποία συντάραξε την Εκκλησία. Ακολούθησαν οι αιρέσεις των πνευματομάχων, του νεστοριανισμού, των μονοφυσιτών, των μονοθελητών, των εικονομάχων, κλπ.
Εξαιτίας των αιρέσεων, η Εκκλησία μας συγκάλεσε τις άγιες Συνόδους (Τοπικές, Οικουμενικές) να αποφανθεί το εκκλησιαστικό σώμα, με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες, για τη διατύπωση των δογμάτων Της, επικαλούμενη το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Η Α΄ και η Β΄ Οικουμενικές Σύνοδοι συνέταξαν το Ιερό Σύμβολο της Πίστεως, το γνωστό μας «Πιστεύω», ως σύνοψη της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας. Για να είναι κανείς χριστιανός είναι υποχρεωμένος να ομολογεί και να απαγγέλλει συχνά το Σύμβολο της Πίστεως. Το απαγγέλλουμε όλοι οι πιστοί σε κάθε Θεία Λειτουργία, ως ομολογία ορθής πίστεως, προκειμένου να μεταλάβουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Όποια πρόσωπα ή ομάδες δεν ομολογούν το Σύμβολο της Πίστεως, ή το παραχαράσσουν, δε λογίζονται μέλη της Εκκλησίας και αποκόπτονται αυτοδίκαια από Αυτή, αφορίζονται, απομακρύνονται ως «σάπια μέλη», προκειμένου να μην μολύνουν και τα υγιή μέλη. Αυτό σημαίνει πως η αλήθεια και η αυθεντικότητα της Εκκλησίας μας είναι απόλυτα φιλτραρισμένες μέσα στη δισχιλιόχρονη πορεία Της. Τα πρόσωπα μπορούν να σφάλουν, όχι όμως η Εκκλησία!
Ημεγάλη αποτοίχιση από την Εκκλησία έγινε το 1053, όταν ο πάπας της Ρώμης, δηλαδή ο πατριάρχης της Δύσεως, απέκοψε τη δυτική Εκκλησία από τον ενιαίο και αδιαίρετο κορμό της αγίας μας Εκκλησίας και αποτέλεσε, ως τα σήμερα, την αιρετική και σχισματική παπική «εκκλησία», ακολουθώντας πάμπολλες κακοδοξίες και αντορθόδοξες πρακτικές, τις οποίες θα αναλύσουμε σε σχετικό μας φυλλάδιο. Στη συνέχεια, τον 16οαιώνα η αιρετική και σχισματική παπική «εκκλησία» διασπάστηκε και από τη διάσπαση αυτή προήλθε ο προτεσταντισμός, παρασυρμένος σε ακόμη μεγαλύτερες κακόδοξες πίστεις. Σε ελάχιστο χρόνο άρχισε να διασπάται και ο προτεσταντισμός σε άλλες ομάδες, τις οποίες οι ίδιοι αποκαλούν «εκκλησίες». Ο κατακερματισμός του προτεσταντισμού θα συνεχίζεται ως τις μέρες μας, ώστε σήμερα να αριθμούνται περισσότερες από 2000 προτεσταντικές ομάδες - «εκκλησίες», σφόδρα αντιτιθέμενες μεταξύ τους!
Ηαληθινή Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να διαφυλάξει τους πιστούς Της από τις μυριάδες αιρέσεις, οι οποίες αυτοαποκαλούνται «εκκλησίες», όρισε να ονομάζεται Ορθόδοξη, που σημαίνει την ορθώς φρονούσα τις σωτήριες διδασκαλίες της αγίας Γραφής, όπως τις κατανόησε η εν Αγίω Πνεύματι εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία, όπως οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας, με συλλογικές, δηλαδή συνοδικές αποφάσεις διατύπωσαν το δόγμα. Μετά τη μεγάλη αποτοίχιση του παπισμού η Εκκλησία μας ονομάζεται Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, προκειμένου να μην υπάρχει σύγχυση με την παπική «εκκλησία», η οποία σφετερίζεται την αρχαία ονομασία της Εκκλησίας «Καθολική».
Εμείς οι πιστοί της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας πιστεύουμε και ομολογούμε ότι ανήκουμε στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού, όχι αυθαίρετα, αλλά βάσει στοιχείων, ήτοι:
1. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν ίδρυσε πολλές Εκκλησίες, αλλά μία, όπως ένα είναι και το θεανδρικό Του Πρόσωπο, ένα και το τίμιο Σώμα Του, το οποίο αποτελεί την Εκκλησία Του, της οποίας Αυτός είναι η κεφαλή και μέλη Της οι πιστοί όλων των εποχών. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στους Κορινθίους πως ο Χριστός δεν διαμοιράζεται (Α΄ Κορ.1,13) και στους Εφεσίους, πως καμιά κηλίδα δε μπορεί να την σπιλώσει (Εφ.5,27), που σημαίνει ότι η Εκκλησία δε σφάλει, διότι το ενοικούν σε Αυτή Άγιο Πνεύμα Την οδηγεί στους αιώνες «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13). Εφ’ όσον λοιπόν η Εκκλησία είναι μία, πιστεύουμε ότι αυτή είναι η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μας.
2. Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μας δεν προήλθε από καμία διάσπαση ως τα σήμερα, αλλά είναι η ίδια η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, που θεμελίωσε το Άγιο Πνεύμα, που διέδωσαν οι άγιοι Απόστολοι και διατήρησαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες αλώβητη και απαραχάρακτη τη διδασκαλία Της στο διάβα των αιώνων.
3. Μόνη Αυτή ομολογεί το Ιερό Σύμβολο της Πίστεωςαπαρέγκλιτα, χωρίς καμιά προσθαφαίρεση, ή παραποίηση, όπως το διατύπωσαν οι δύο πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι και το κατανόησαν οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Τόσο ο παπισμός, όσο και ο προτεσταντισμός «ομολογούν» παραποιημένο το Σύμβολο της Πίστεως.
4. Η Ορθοδοξία μας είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, διότι οι επίσκοποί Της έλκουν αποδεδειγμένα τη διαδοχή από τους αγίους Αποστόλους, με πραγματικούς καταλόγους, που ανάγονται αδιάκοπα σ’ αυτούς. Είναι γνωστό πως οι επίσκοποι υπόσχονται κατά τη χειροτονία τους να είναι θεματοφύλακες της γνήσιας διδασκαλίας της Εκκλησίας, ενώ σε περίπτωση παρέκκλισης από αυτή καθίστανται έκπτωτοι. Πλήθος επισκόπων κατά καιρούς εκδιώχτηκαν, διότι είχαν πέσει σε αίρεση. Έτσι η ιεροσύνη στην Εκκλησία μας δεν είναι μόνον διαδοχή της ιερατικής χάριτος, αλλά και διαδοχή γνησιότητας της εκκλησιαστικής αλήθειας.
Κατόπιν αυτού εμείς οι πιστοί, τα συνειδητά μέλη της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής σημαντικά:
1. Η αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μας, ενώ ό, τι ονομάζεται «εκκλησία» εκτός της Ορθοδοξίας μας είναι αίρεση.
2. Η σωτηρία μας εξαρτάται απόλυτα από τη συνειδητή μας θέση στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας και την αποδοχή των σωτήριων αληθειών Της. Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία. Τυχόν αποτοίχισή μας από Αυτή και ένταξή μας σε κάποια αιρετική ή σχισματική ομάδα, η οποία θέλει να ονομάζεται «εκκλησία», μπορεί να μας στοιχήσει την απώλεια της σωτηρίας μας.
3. Οι αιρετικοί δεν είναι εχθροί μας, αλλά πλανεμένοι αδελφοί μας. Έτσι δεν πρέπει να τους μισούμε, αλλά να τους αγαπάμε, να τους συμπονούμε, να προσευχόμαστε για την επιστροφή τους στην Εκκλησία μας και, εφόσον μπορούμε, να τους νουθετούμε με πνεύμα αγάπης. Οι άγιοι Πατέρες είχαν ως αρχή τους: αγάπη προς τον αιρετικό, μίσος και αποστροφή προς την αίρεση. Η αγάπη μας προς τους αιρετικούς, και η όποια κατανόηση προς αυτούς, δε θα πρέπει να συνοδεύεται με την παραμικρή έκπτωση από την Ορθοδοξία μας.
Οφείλουμε να μελετάμε ανελλιπώς την αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Να ενημερωνόμαστε από τα αρμόδια εκκλησιαστικά πρόσωπα (κληρικούς, θεολόγους, κατηχητές και άλλους πνευματικούς ανθρώπους) και από ελεγμένα συγγράμματα, για τις σωτήριες αλήθειες της Ορθοδοξίας μας, καθώς και για τις κακοδοξίες των αιρετικών, ώστε να είμαστε εδραιωμένοι στην αληθινή πίστη και αν χρειαστεί να δίνουμε λόγο μαρτυρίας προς τους πλανεμένους συνανθρώπους μας. Καλός χριστιανός είναι ο συνειδητοποιημένος και ενημερωμένος πιστός.
↧
↧
ΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ ΩΣ ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Τα πρώτα δείγματα της Χριστιανικής Τέχνης ανευρίσκονται στα Χριστιανικά κοιμητήρια, τα οποία είναι είτε ιδιωτικά είτε ομαδικά. Οι Χριστιανοί χρησιμοποιούν τάφους σε αντίθεση με τους Εθνικούς (ειδωλολάτρες) οι οποίοι συνήθως μετέβαλαν τους νεκρούς σε τέφρα, και η κατάθεση του νεκρού σε τάφο καθιστά τρόπο τινά τον τόπο αυτό σε ιερό. Χρησιμοποιούμε τον όρο κοιμητήρια και όχι όπως είναι γνωστά στο ευρύ κοινό ως τάφοι, διότι οι Χριστιανοί από την πρώτη στιγμή πίστευαν όχι μόνο στην αθανασία, αλλά και στην ανάσταση (από το ρήμα «ανίσταμαι» που σημαίνει σηκώνομαι όρθιος) των σωμάτων, τα οποία προσωρινά «κοιμόνται» και θα εγερθούν όπως ηγέρθηκε ο Χριστός, ο οποίος σύμφωνα με την Γραφή «εγένετο η απαρχή των κεκοιμημένων» 1 Κορινθίους 15:21. Γιατί ο Ιησούς αναστήθηκε με το ίδιο του το σώμα – που όμως δεν περιορίζονταν πλέον από το χρόνο και το χώρο – όπως ο ίδιος βεβαιώνει τους έκπληκτους μαθητές του οι οποίοι βλέποντάς τον «πίστευαν πως έβλεπαν φάντασμα»γι’ αυτό και τους προτρέπει «ψηλαφίστε με και ιδέτε, ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε να έχω εγώ»Λουκάς 24:40 και για να τους πείσει περισσότερο ζητάει να φάει κάτι και αυτοί του δίνουν «ένα κομμάτι από ψητό ψάρι και κηρήθρα από μέλι»Λουκάς 24:42. Μόνο οι αιρετικοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δέχονται πως δεν αναστήθηκε το πραγματικό σώμα του Κυρίου, αλλά πως αναστήθηκε ως πνεύμα και τον παρουσιάζουν σαν έναν κοινό απατεώνα να υλοποιείται για να πείσει τους μαθητές του. Επειδή λοιπόν η πίστη μας βασίζεται στην ανάσταση των σωμάτων, γι’ αυτό και οι τάφοι στις Χριστιανικές κατακόμβες επιγράφονται «κοιμητήρια έως Αναστάσεως». Σε μια επιγραφή της Βασιλικής Πανόρμου διαβάζουμε: «εδώ κείται ο Θεόδωρος ο Ψάλτης περιμένοντας τις αψευδείς επαγγελίες του Χριστού»δηλαδή την επαγγελία της Αναστάσεως.
Οι αρχαιότεροι Χριστιανικοί τάφοι είναι ιδιωτικοί οι οποίοι ευρίσκονταν στους δρόμους εκτός των πόλεων ή σε κτήματα ιδιωτικά. Κατόπιν όμως, εξαιτίας των διωγμών και των πολλών μαρτύρων που προέκυψαν από αυτούς και της ιδέας της εν Χριστώ αδελφότητας και κοινοκτημοσύνης, σχηματίσθηκαν ομαδικά κοινοτικά κοιμητήρια (νεκροταφεία), οι γνωστές σε όλους κατακόμβες. Ανάλογη θέση έχουν και οι τάφοι των μαρτύρων, τα λεγόμενα Μαρτύρια. Οι τάφοι ήταν τριών τύπων από άποψης μορφής: 1.Οι Επιφανειακοί 2.Οι υπέργειοι 3.Οι υπόγειοι.
1.Επιφανειακοί
Αυτοί ήταν κιβωτιοειδείς, ορθογώνιοι, τοποθετημένοι μέσα στο έδαφος. Καλύπτονταν από πλάκες. Πάνω από τον τάφο τοποθετούνταν ένα σήμα το λεγόμενο cippus, το οποίο ανέφερε την ηλικία, το όνομα του αποθανόντος κ.λ.π.
2.Οι υπέργειοι
Αυτοί ήταν τα Μαυσωλεία, δηλαδή τάφοι που έχουν μνημειώδη κατασκευή και αποτελούν λαμπρά συγκροτήματα. Πήραν το όνομά τους από τον Μαύσωλο, ηγεμόνα της Καρίας, ο οποίος όταν πέθανε το 353 π.Χ. η σύζυγός του Αρτεμισία για τον τιμήσει ανήγειρε μνημειώδη τάφο τον οποίο εφιλοτέχνησε ο περίφημος Παριανός γλύπτης και αρχιτέκτονας Σκόπας. Οι υπέργειοι τάφοι συνήθως ήταν πολλών μορφών:
Ι.Τα teguriaτα οποία είχαν μορφή τάφου ο οποίος εσκεπάζετο με στέγαστρο υποβασταζόμενο από τέσσερις κίονες που είχε σχήμα κιβωτίου.
II.Άλλοι τάφοι είχαν μορφή διώροφου κτιρίου. Κλασικό παράδειγμα τέτοιου τάφου είναι ο τάφος του Γότθου βασιλιά Θεοδώριχου στη Ραβέννα.
ΙΙΙ.Οι Ναϊδιόσχημοι. Όπως δηλώνει και η λέξη, οι τάφοι αυτοί είχαν μορφή μικρού ναΐσκου είτε σε σχήμα τρίκογχο είτε σε σχήμα μικρής βασιλικής. Τάφος σε μορφή Ναϊδιόσχημο είναι της GallaPlacidia, κόρης του Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ που πέθανε το 450 π.Χ. και τάφηκε στην Ραβέννα. Ένας ακόμη τάφος Ναϊδιόσχημος είναι της Αγίας Κωνσταντίας κόρης του Μ. Κωνσταντίνου και της δεύτερης γυναίκας του Φαύστας η οποία πηγαίνοντας για την Βιθυνία πέθανε στο δρόμο και τάφηκε στην οδό Νομεντάνα της Ρώμης.
3.Οι υπόγειοι
Οι τάφοι αυτοί λαξεύονταν επί των πετρωμάτων. Τους τάφους αυτούς χρησιμοποιούσαν ως επί το πλείστον οι Χριστιανοί, τους οποίους είχαν παραλάβει ως συνήθεια από τους Ιουδαίους και τους Ρωμαίους, οι οποίοι όμως τους είχαν παραλάβει και αυτοί από τους αρχαίους Έλληνες. Ήταν ορθογώνιοι επιμήκεις κοιλότητες που ανοίγονταν στις πλευρές κλιτύων ή υπόγειων θαλάμων, αποκαλούνταν δε θήκες ή θηκία. Αποκαλούνταν επίσης τόποι (locus, loculus, loculi). Επικράτησε ο τύπος του loculus, ιδιαίτερα στη περιοχή της Ρώμης.
Στην Παλαιστίνη συνηθίζονταν οι λαξευτοί σε βράχους τάφοι, οι οποίοι λέγονταν κλιβανοειδείς και είχαν την εξής μορφή. Υπογείως ανοίγονταν τετράγωνος ή ορθογώνιος θάλαμος σε μορφή δωματίου στον οποίο μπορούσε να κατέβει κάποιος με σκάλα αποτελουμένη από μερικά σκαλιά. Μέσα σ’ αυτό λοιπόν τον θάλαμο κατασκευάζονταν ένα κρεβάτι για τον νεκρό κάτι όμως που συνέβαινε σπάνια και δεν ήταν πολύ συνηθισμένο. Γιατί το συνηθισμένο ήταν, στις τρεις πλευρές του θαλάμου να ανοίγονται κοιλότητες σε σχήμα ορθογώνιο (δηλαδή θήκες) για τα σώματα των αποθανόντων. Στην τέταρτη πλευρά του θαλάμου υπήρχε η είσοδος στην οποία οδηγούσε η σκάλα η οποία είχε κατασκευαστεί γι’ αυτό το σκοπό. Την πόρτα του τάφου έκλεινε ή μπορούσε να είναι η ίδια η πόρτα μια πλάκα, την οποία στήριζε ένας μεγάλος λίθος. Πιθανόν τέτοιου είδους να ήταν ο τάφος του Χριστού , ο οποίος όμως δεν είχε πολλές θήκες αλλά ένα μόνο κρεβάτι. Αυτόν δε τον λίθο οι μυροφόρες απορημένες έλεγαν που θα βρεθεί «κάποιος να τον μετακινήσει από την πόρτα του μνημείου»Μάρκος 16:3
Άλλος είδος τάφος αποτελούσαν και τα λεγόμενα αρκοσόλια. Η λέξη αρκοσόλιο είναι σύνθετη προερχομένη εκ της Λατινικής γλώσσας και παράγεται από το arcus = τόξο, καμπύλη και το solium = έδαφος που καλύπτεται από μία arca. Το αρκοσόλιο σχηματίζονταν ως εξής: Λαξεύονταν επάνω σε βράχο ο τάφος σε σχήμα παραλληλεπιπέδου και έπαιρνε την μορφή μιας κιβωτιοειδούς λάρνακας και αυτό που σχηματίζονταν επί του βράχου ήταν το solium = το έδαφος, ο τάφος του νεκρού. Πάνω από αυτό ανοίγονταν ένα τυφλό κυλινδρικό τόξο που ήταν ίσο στις διαστάσεις με αυτές του τάφου. Το τόξο δηλαδή που κατασκευάζονταν είχε τρόπον τινά την «καλλιτεχνική αποστολή» να εξάρει και να τονίσει την πλαστικότητα του τάφου. Κάποιες φορές ο τάφος δεν ήταν απλός, αλλά συνεχίζονταν εις βάθος, όπως εις βάθος συνεχίζονταν και η άρκα. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε τα αρκοσόλια αποκαλούνταν μονόσωμα, δίσωμα και πολύσωμα.
Σε αντίθεση με τους τάφους της Παλαιστίνης που ήταν κλιβανοειδείς, όπως λόγου χάρη ο τάφος του Χριστού, οι Ελληνικές περιοχές χρησιμοποιούσαν τα αρκοσόλια, τα οποία ανευρίσκουμε σήμερα στην Δήλο, την Κρήτη, την Στερεά Ελλάδα, την Μήλο και αλλού. Στην Ρώμη χρησιμοποιούσαν ως επί το πλείστον τάφους που είχαν το σχήμα θηκών. Εκτός από τα αρκοσόλια που είχαν κυλινδρική στέγαση υπάρχουν και άλλοι τάφοι, οι οποίοι όμως καλύπτονται από τεταρτοσφαίρια, σε περιοχές όπως η Κυρήνη και η Συρία.
4.Τάφοι των Μαρτύρων της πίστης (Μαρτύρια)
Ιδιαίτερη θέση στην Χριστιανική Τέχνη κατέχουν οι Τάφοι των μαρτύρων της πίστης μας οι οποίοι ονομάζονται Μαρτύρια. Η ονομασία αυτή είναι παλιά σχεδόν από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Ο ιστορικός Σωκράτης στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του αναφέρει για το ευρισκόμενο στην Έδεσσα της Συρίας «Θωμά του Αποστόλου Μαρτύριον το οποίο είναι λαμπρό και περιφανές». Τα Μαρτύρια ήταν:
Ι.Τάφοι των Μαρτύρων της πίστης μέσα στις κατακόμβες.
II.Μικρά Μαυσωλεία που περιέκλειαν τον τάφο του Μάρτυρα. Δεν ήταν μόνο τρίκογχα αλλά είχαν μορφή δίκλιτης βασιλικής. Ένα τέτοιο είναι και εκείνο, το οποίο έχει διασωθεί ζωγραφισμένο πάνω σε ύφασμα από την Αίγυπτο που παριστάνει διώροφους μονόκλιτους ναΐσκους. Φυλάσσεται στο «Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών» στο Βερολίνο. Φέρει δε τις επιγραφές «Μαρτύριο του αγίου Μιχαήρος» ή «Μαρτύριο του αγίου Στεφάνου».
ΙΙΙ.Μαρτύρια ήταν ακόμη μεγάλοι ναοί οι οποίοι είχαν κτιστεί πάνω από τον τάφο του Μάρτυρα. Όμως, αυτού του είδους ναοί, πρέπει να αναζητηθούν μετά τον 4οαιώνα μ.Χ. όταν είχε θριαμβεύσει ο Χριστιανισμός και δεν υπήρχε πλέον ο φόβος των διωγμών. Το σχήμα των ναών αυτών ήταν ανάλογο με το σχήμα του τάφου το οποίο υπήρχε κάτω από αυτούς. Λόγου χάρη ο ναός του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Έφεσο ήταν σταυρικός επειδή σταυρικός ήταν και ο τάφος δηλαδή το «μαρτύριο» του αγίου. Επαναλάμβανε δηλαδή το αρχαίο Μαρτύριο.
IV.Μαρτύρια ήταν επίσης ναοί μεγάλοι οι οποίοι είχαν κτιστεί παράπλευρα από τον τάφο του Μάρτυρα, όπως λόγου χάρη αυτό του Λεωνίδη, το οποίο είναι προσαρτημένο στη Βασιλική του Ιλισσού (στο αριστερό κλίτος) στην πόλη της Αθήνας.
V.Μαρτύρια τέλος ονομάζονται και ναοί που κτίσθηκαν προς τιμή των Μαρτύρων και περιέχουν λείψανα κάτω από την αγία Τράπεζα. Το γεγονός αυτό όμως, λαμβάνει χώρα, μετά τον 4οαιώνα μ.Χ. όταν αρχίζει η μετακομιδή των λειψάνων στους ναούς των πόλεων. Η συνήθεια εκ του γεγονότος αυτού, να καθαγιάζονται οι ναοί με λείψανα αγίων γενικεύεται πιθανότατα τον 8οαιώνα μ.Χ., όπως μαρτυρεί και ο 7οςκανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «…Όσοι λοιπόν σεπτοί ναοί καθιερώθηκαν χωρίς τα άγια λείψανα Μαρτύρων, ορίζομε να γίνεται σ’ αυτούς κατάθεση των λειψάνων με την συνηθισμένη ευχή, αυτός δε (σ.σ. εννοεί τον Επίσκοπο) που καθιερώνει ναό χωρίς άγια λείψανα, να καθαιρείται, ως παραβάτης των εκκλησιαστικών παραδόσεων.»Βέβαια για τις Εκκλησίες αυτές εγείρονται αμφιβολίες – και ιδιαίτερα από τους αρχαιολόγους – κατά πόσον αυτές είναι στην ουσία Μαρτύρια.
Στα παλαιοχριστιανικά Μαρτύρια συγκεντρώνονταν οι πιστοί κατά την επέτειο ημέρα της μνήμης του Μάρτυρα και τελούσαν την Θεία Ευχαριστία χρησιμοποιώντας τον τάφο του Μάρτυρα σαν θυσιαστήριο ή κάποιες φορές και ξύλινη κινητή τράπεζα. Η μνήμη του Μάρτυρα γιορτάζονταν κατά την επέτειο του θανάτου αυτού και ονομάζονταν «γενέθλιος ημέρα», συνήθεια που πήρε ο Χριστιανισμός από τους Εθνικούς, που όμως της δόθηκε χριστιανική ερμηνεία δηλαδή επέτειος της αναγεννήσεως αυτού στους «ουρανούς». Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί τιμούσαν τα λείψανα των μαρτύρων και επικαλούνταν την μεσιτεία τους προς τον Θεό. Στις κατακόμβες είναι χαραγμένες στους τοίχους ευχές και δεήσεις, οι οποίες σώζονται μέχρι σήμερα, προς τους εκεί ενταφιασμένους μάρτυρες.
Δεν πρέπει επίσης να ξεφύγει της προσοχής μας, πως κάθε πιστός διακαώς επιθυμούσε, το νεκρό σώμα του να ταφεί πλησίον τάφου κάποιου μάρτυρα που είχε μαρτυρήσει για την πίστη του Χριστού. Το προνόμιο αυτό όμως απέκτησαν μόνο εξέχοντα πρόσωπα κυρίως αυτοκράτορες και βασιλείς και αργότερα ανώτατοι αξιωματούχοι και κτήτορες μονών. Έτσι ο Μ. Κωνσταντίνος, ο Θεοδόσιος και ο Ονώριος ενταφιάστηκαν στο Μαρτύριο των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης. Η θυγατέρα του Μ. Κωνσταντίνου, Κωνσταντία, τάφηκε στη Ρώμη κοντά στα λείψανα της Αγίας Αγνής στον ναό τον οποίο έκτισε ο ίδιος ο πατέρας της και στον οποίο αργότερα μεταφέρθηκαν και τα οστά των δύο άλλων θυγατέρων του Μ. Κωνσταντίνου, της Ελένης συζύγου του Ιουλιανού του γνωστού με την επωνυμία «Παραβάτης» και της Κωνσταντίνης συζύγου του Γάλλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κωνσταντίνου Καλοκύρη: Εισαγωγή στη Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (Η Τέχνη Ανατολής & Δύσεως)2. Θ.Η.Ε.
3. Βασίλης Στεφανίδης: Εκκλησιαστική Ιστορία
4. Νικόδημος Αγιορείτης: Πηδάλιο
↧
ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΗΚαινή Διαθήκη περιέχει κείμενα της συμφωνίας που έκανε ο Χριστός με όλους τους ανθρώπους για την απαλλαγή τους από το κακό και τον θάνατο. Η συλλογή αυτή των κειμένων απετέλεσαν με την πάροδο του χρόνου ένα κλειστό κατάλογο από 27 βιβλία που στην θεολογική γλώσσα αποκαλείται «κανόνας». Και τα 27 αυτά βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν στην «διεθνή» γλώσσα εκείνης της εποχής, που δεν ήταν άλλη από την αρχαία Ελληνική. Μόνο μια συλλογή λόγων του Χριστού που είναι γνωστή ως «Λόγια» και αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, γράφτηκαν αρχικά στα αραμαϊκά – μια διάλεκτο της συριακής γλώσσας – όπως πληροφορούμαστε από την παράδοση της Εκκλησίας μας και συγκεκριμένα από τον επίσκοπο Ιεραπόλεως, Παπία. Αλλά και αυτά μεταφράστηκαν στη συνέχεια στα ελληνικά και ενσωματώθηκαν στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου: «Περί δε του Ματθαίου λέγει αυτά: ο μεν λοιπόν Ματθαίος συνέταξε τα λόγια στην εβραϊκή διάλεκτο, ερμήνευσε δε αυτά ο καθένας όπως μπορούσε» Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄ 39, 16. Πράγματι νοιώθει συγκλονισμένος ο σημερινός Έλληνας όταν σκέφτεται πως ο Θεός διάλεξε ως «σκεύος» εκφοράς του λόγου του, την Ελληνική γλώσσα, μετεξέλιξη της οποίας είναι η Νεοελληνική που ομιλεί σήμερα. Όμως αυτό οφείλει να μην το βλέπει ρατσιστικά και ελιτίστικα, για τον απλούστατο λόγο πως θα μπορούσε αντί να είχε γεννηθεί στην Ελλάδα να είχε γεννηθεί σε μια άλλη χώρα.
Βεβαίως στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε. Για ποια Ελληνική γλώσσα πρόκειται; Για την κλασσική αττική γλώσσα; Όχι βέβαια. Αλλά για την φυσιολογική εξέλιξης αυτής, της «κοινής» ελληνιστικής, η οποία διαδόθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους διαδόχους του στα πέρατα της «οικουμένης» και της οποίας συνέχεια – όπως είπαμε – είναι η νέα Ελληνική.
Η«κοινή» ελληνιστική διακρίνεται σε «ανώτερη κοινή», η οποία χαρακτηρίζεται για την προσπάθεια που καταβάλει να μιμηθεί την κλασσική αττική γλώσσα και την «κατώτερη κοινή», η οποία είναι η γλώσσα του λαού, η γλώσσα που βρίσκουμε στις επιγραφές και τους παπύρους που περιέχουν ιδιωτικά έγγραφα και επιστολές. Στην ανώτερη κοινή γράφουν τα έργα τους οι τότε συγγραφείς όπως ο Πολύβιος, ο Λουκιανός και ο Πλούταρχος καθώς επίσης και οι Ιουδαίοι συγγραφείς ο «πολύς» Φίλωνας και ο μοναδικός Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος. Αντίθετα οι ιερείς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης γράφουν τα έργα τους όχι στην αρχαΐζουσα των φιλολόγων και φιλοσόφων αλλά στη γλώσσα που μπορούσε να κατανοήσει ο λαός, κατά κάποιο τρόπο στην «δημοτική» εκείνης της εποχής.
Από πολύ νωρίς η Καινή Διαθήκη μεταφράστηκε από την Ελληνική στις άλλες γνωστές τότε γλώσσες, ώστε ο λόγος του Θεού να μεταδοθεί «σε όλη τη γη». Είναι μεγάλη η σπουδαιότητα σήμερα για την ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης η εξέταση των αρχαίων μεταφράσεων, γιατί οι πρώτες από αυτές ανάγονται μέχρι και τον 2ομ.Χ. αιώνα, είναι δηλαδή αρχαιότερες από τους γνωστούς μεγάλους ελληνικούς κώδικες της Καινής Διαθήκης. Εμείς θα ασχοληθούμε με τις σπουδαιότερες αρχαίες μεταφράσεις.
Λατινικές μεταφράσεις
Οι πρώτες Λατινικές μεταφράσεις, για τις οποίες δεν γνωρίζουμε επακριβώς πότε έγιναν, καλούνται συνήθως italaαπό κάποιο χωρίο του ιερού Αυγουστίνου ή vetusLatina. Οι ειδικοί μελετητές των αρχαίων αυτών μεταφράσεων μιλούν για τρεις τουλάχιστον μορφές αυτών: της αφρικανικής, της «ευρωπαϊκής» και της ισπανικής. Μάλιστα η μονή των Βενεδεκτίνων στο Beuronτης Γερμανίας άρχισε το 1949 με βάση όλα τα συγκεντρωθέντα χειρόγραφα και τις πατερικές παραθέσεις μία σύγχρονη έκδοση της vetusLatina. Τα διασωθέντα μέχρι σήμερα χειρόγραφα που περιέχουν τις παλιές Λατινικές μεταφράσεις επισημαίνονται με τα μικρά γράμματα του λατινικού αλφάβητου.
Κατά τον 4ομ.Χ. αιώνα ο πάπας Δάμασος (366 – 384 μ.Χ.) ανέθεσε στον Ιερώνυμο ένα μεγάλο και σπουδαίο έργο. Την εκπόνηση μιας ενιαίας Λατινικής μεταφράσεως της Αγίας Γραφής. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο για τον λόγο, πως δημιουργούνταν σύγχυση στους πιστούς λόγω της κυκλοφορίας πολλών μεταφράσεων οι οποίες μάλιστα έβριθαν από πολλές αντιφάσεις μεταξύ τους. Ο Ιερώνυμος ανέλαβε να φέρει εις πέρας αυτό το τεράστιο και συνάμα δύσκολο έργο. Όπως μας πληροφορεί και ο ίδιος, σε μια επιστολή που απέστειλε στον πάπα Δάμασο, την οποία και προέταξε στην έκδοση της μετάφρασης των ευαγγελίων το έτος 384 μ.Χ., έθεσε ως βάση της μετάφρασης του ένα λατινικό κείμενο, το οποίο διόρθωσε βάσει των αρχαιοτέρων ελληνικών χειρογράφων.
Το 405 μ.Χ. έφερε εις πέρας την μετάφραση της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αλλά παρόλα αυτά μόλις κατά τον 8ομ.Χ. αιώνα επικράτησε η μετάφραση του, η οποία είναι γνωστή σήμερα με την επωνυμία Vulgataπου σημαίνει «κοινή έκδοση». Αυτό συνέβη γιατί η μετάφρασή του, συνάντησε μεγάλη αντίδραση και αντιπάθεια από αντιπάλους του Ιερώνυμου, αλλά και από εκείνους που είχαν συνηθίσει και ήταν προσκολλημένοι στην παλιά Λατινική μετάφραση που βασίζονταν στην «μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄)». Έμελλε όμως και αυτή να τύχει διορθώσεων από διάφορους θεολόγους του 11ουκαι 13ου μ.Χ. αιώνος. Το έτος 1590 μ.Χ. ο πάπας Sixtusο 5οςπροέβη εις επίσημο έκδοση την λεγόμενη Sixtina, την οποία όμως αντικατέστησε μετά από λίγο και συγκεκριμένα το 1592 μ.Χ. η υπό του Κλήμεντος του 3ουεκδοθείσα Clementina, η οποία και αυτή διορθώθηκε στις επόμενες εκδόσεις της. Η τρίτη έκδοση της, του 1598, είναι μέχρι σήμερα η επίσημη Βίβλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίστηκε από την εν Τριδέντω σύνοδο τον 16ο μ.Χ. αιώνα.
Το αρχαιότερο χειρόγραφο της Vulgata, ο κώδικας Sangallensisανάγεται στον 5ομ.Χ. αιώνα, το δε σημαντικότερο και πλήρες χειρόγραφο της Γραφής, ο κώδικας Amiatinusείναι του 8ουμ.Χ. αιώνα. Ο Gregoryείχε καταμετρήσει το 1909 περί τα 2500 χειρόγραφα της Vulgata. Ο πάπας Πίος ο 10οςανέθεσε στο τάγμα των μοναχών Βενεδεκτίνων το 1907 την κριτική έκδοση του κειμένου της Vulgata, μέχρι σήμερα δε η μονή του S. Girolamoτης Ρώμης έχει εκδόσει 11 τόμους με βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι του βιβλίου αυτής «Άσμα Ασμάτων».
Συριακές μεταφράσεις
Κατά το δεύτερο μισό του 2ουμ.Χ. αιώνα ο Τατιανός ο Σύρος προέβη στην σύνθεση ή αρμονία των τεσσάρων Ευαγγελίων σε ένα, «το δια τεσσάρων» καλούμενο από τον «πατέρα» της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιο: «Ο μεν πρώτος αρχηγός αυτών Τατιανός, φιλοτεχνήσας, δεν γνωρίζω πως μια σύνθεση και συναγωγή των ευαγγελίων, την οποία ονόμασε Δια τεσσάρων Ευαγγέλιον, το οποίο φέρεται εις μερικούς έως τώρα ακόμη» Εκκλησιαστική Ιστορία Δ΄ 29, 6. Το συγκεκριμένο όμως σύγγραμμα του Τατιανού δυστυχώς απωλέσθει, γνωρίζουμε δε κάποια πράγματα γι’ αυτό από έμμεσες πληροφορίες, όπως π.χ. από το υπόμνημα σ’ αυτό του Εφραίμ του Σύρου το οποίο έχει διασωθεί μερικώς στην συριακή και ολόκληρο σε αρμενική μετάφραση. Μια εξήγηση για την απώλεια «το δια τεσσάρων» δίνει ο Θεοδώρητος Κύρου, ο οποίος στο έργο του «Αιρετικής Κακομύθιας Επιτομή» 1.20, γράφει τα εξής: «Αυτός (ο Τατιανός ο Σύρος) και το δια τεσσάρων καλούμενο συνέθεσε Ευαγγέλιο, και τις γενεολογίες περιέκοψε, και τα άλλα όσα αποδεικνύουν από το σπέρμα του Δαβίδ κατά σάρκα τον Κύριο να έχει γεννηθεί. Εχρησιμοποίησαν δε αυτό, όχι μόνο αυτοί που ανήκουν στην συμμορία εκείνου, αλλά και στα επόμενα αποστολικά δόγματα, μην έχοντας επίγνωση την συμφωνία της κακουργίας τους, αλλά για κάνουν απλούστερο και σύντομο το βιβλίο. Βρίσκοντας δε και εγώ περισσότερα από διακόσια τέτοιου είδους βιβλία στις δικές μας εκκλησίες, αφού τα συγκέντρωσα όλα τα κατέστρεψα και αντεισήγαγα τα τέσσερα Ευαγγέλια των τεσσάρων Ευαγγελιστών».
Στα τέλη του 2ουμ.Χ. αιώνα πρέπει να τοποθετηθεί και η μετάφραση των τεσσάρων μεμονωμένων Ευαγγελίων. Αυτή ονομάζεται συνήθως «ευαγγέλιο των κεχωρισμένων», σε αντιδιαστολή προς το «ευαγγέλιο των μεικτών» του Τατιανού. Επίσης ονομάζεται και vetusSyra. Διασώζονται δύο μορφές κειμένου αυτής, η Κουρετόνιος Συριακή, από τον Curetonπου βρήκε το 1842 χειρόγραφο του 5ουμ.Χ. αιώνα και η Σιναϊτική Συριακή, από το χειρόγραφο του 4ουή 5ου μ.Χ. αιώνα που βρέθηκε το 1892 στην μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά από τους αδελφούς Lewisκαι Gibson.
Από τον 5ομ.Χ. αιώνα άρχισε να επικρατεί η ενιαία συριακή μετάφραση η οποία ονομάστηκε από τον 10ο μ.Χ. αιώνα και μετά «Πεσιτώ» (= απλή, ενν. μετάφρασις), η οποία ανάγεται κατά πάσα πιθανότητα στον επίσκοπο Εδέσσης Ραββουλά (+436). Δεν πρόκειται βέβαια για νέα μετάφραση αλλά για μια αναθεώρηση των παλιότερων μεταφράσεων, οι οποίες εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται.
Το 508 μ.Χ. έλαβε χώρα μια αναθεώρηση της Πεσιτώ με συμπληρωματική μετάφραση των ελλειπουσών από αυτή τεσσάρων μικρών Καθολικών επιστολών ήτοι η 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη και του Ιούδα καθώς επίσης και της πολυσυζητημένης Αποκάλυψις του Ιωάννη. Η νέα αυτή μετάφραση ονομάστηκε «Φιλοξένειος» από τον Φιλόξενο, επίσκοπο Ιεραπόλεως πόλης που έκειτο επί του ποταμού Ευφράτου, ο οποίος ανέθεσε το έργο της αναθεωρήσεως στον χωρεπίσκοπό του Πολύκαρπο. Και αυτή αναθεωρήθηκε το 616 μ.Χ. στην Αίγυπτο από τον Θωμά Ηρακλείας και έτσι προήλθε η καλούμενη «Ηρακλειανή» μετάφραση. Επίσης στις συριακές μεταφράσεις συγκαταλέγεται και η «Συρο – Παλαιστινή».
Εκτός από τις ανωτέρω μεταφράσεις πρέπει να μνημονεύσουμε και τις Αιγυπτιακές ή Κοπτικές (Σαχιδική, Βοχαϊρική, Φαγιουμική, Αχιμική), την Αραβική, Αρμενική, την Γοτθική, την Αιθιοπική, Γεωργιανή και την Σλαυονική. Σήμερα η Καινή Διαθήκη έχει μεταφραστεί σε παραπάνω από 1600 γλώσσες και διαλέκτους και συνεχίζει να μεταφράζεται ακόμη. Οι ιεραπόστολοι όλων των Χριστιανικών ομολογιών μεταφέρουν δια μέσου των μεταφράσεων αυτών και του κηρύγματός των το μήνυμα του Ευαγγελίου «εις τα πέρατα της Οικουμένης».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη
2. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα «Βουλγάτα»
3. Σχολικό εγχειρίδιο Θρησκευτικών της Α΄Τάξης Γυμνασίου
4. Σχολικό εγχειρίδιο Θρησκευτικών της Β΄Τάξης Γυμνασίου
5.Ευσέβιος Καισαρείας: Εκκλησιαστική Ιστορία
6.Βικιπαίδεια ↧
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ θεολόγου – Καθηγητού
ΟΚύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού, φέρων τε τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού» (Εβρ.1,3). Ο αιώνιος και άναρχος Θεός, ο «ήν εν αρχή προς τον Θεόν»και «Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιωάν.1,2-3).
Αυτός χάριν της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν.1,14). Έγινε, συνάμα με τη θεία Του φύση, αληθινός και τέλειος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, για να είναι σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, η σωτηρία μας πραγματική και βεβαία. Ταπείνωσε τόσο πολύ το θεανδρικό Του πρόσωπο, ώστε ήρθε στον κόσμο ως ένας άσημος άνθρωπος. Το ίδιο άσημος έζησε σε ολόκληρη την επί γης ζωή Του. Καταδέχτηκε και βίωσε την ανθρώπινη κακοδαιμονία στο έπακρο.
Όταν άρχισε τον δημόσιο βίο Του κάλεσε με απλότητα τους συνεργάτες Του αποστόλους, για να τον πλαισιώσουν στο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Το ίδιο άσημοι υπήρξαν και αυτοί. Όλοι τους ήταν ολιγογράμματοι ψαράδες της Γενησαρέτ. Οι ισχυροί και οι σοφοί του κόσμου ήταν γεμάτοι με έπαρση και άρα ακατάλληλοι να συμβάλλουν στο έργο της σωτηρίας του κόσμου.
Οι μαθητές του Κυρίου δεν ήταν απαλλαγμένοι από την ιδιότυπη εθνικιστική πίστη των υπολοίπων Ιουδαίων για τον Μεσσία. Τον περίμεναν ως έναν εθνικό κραταιό ηγέτη, προικισμένο με υπερφυσικές ιδιότητες, ο οποίος θα ανάσταινε τον ένδοξο θρόνο του Δαβίδ και θα εγκαθιστούσε παγκόσμιο βασίλειο με συγκυβερνήτες τον «περιούσιο λαό»! Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο σκάνδαλο του Χριστού απέναντι στο ιουδαϊκό έθνος!
Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια έχουμε σαφείς μαρτυρίες και εκδηλώσεις των μαθητών αυτής της περίεργης πίστεως. Τρανταχτό παράδειγμα η περίπτωση των υιών Ζεβεδαίου, οι οποίοι λίγο πριν το πάθος του Ιησού του ζητούσαν πρωτοκαθεδρίες στην μελλοντική βασιλεία Του (Ματθ.20,17-28). Επίσης ακόμα και μετά την ανάσταση το σύνολο των μαθητών «συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες΄ Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;» (Πράξ.1,6). Ο Κύριος δεν παρέλειπε σε κάθε περίπτωση να τους δώσει να
καταλάβουν ότι σφάλλουν και πως ο ίδιος δεν ήρθε στον κόσμο, να κυριαρχήσει, ούτε να διακονηθεί αλλά «διακονήσαι και δούναι την ψυχή Του λύτρον αντί πολλών» ( Ματθ.20,28).
Το σπουδαιότερο γεγονός, το οποίο ανέτρεψε την λαθεμένη αντίληψη των κορυφαίων μαθητών για το Χριστό και το έργο Του υπήρξε η θεία Μεταμόρφωση. Είναι ασφαλώς μια προσπάθεια να απαγκιστρωθούν, τουλάχιστον οι κορυφαίοι απόστολοι, από τις παχυλές μικροεθνικιστικές αντιλήψεις, να μυηθούν στα μυστήρια του Θεού και να γίνουν μάρτυρες της θείας δόξας. Μόνο χάρη σε αυτή την συγκλονιστική εμπειρία θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη δοκιμασία και το σκάνδαλο του σταυρού. Μόνο έτσι δεν θα λύγιζαν μπροστά στο πάθος και τον θάνατο του Χριστού. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να πιστέψουν στην ανάσταση του Κυρίου, διότι Εκείνος που μεταμορφώθηκε μπροστά τους και περιβλήθηκε την θεία δόξα θα μπορούσε να αναστηθεί από τους νεκρούς!
Το λαμπρό γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας έχει επίσης και άλλες σπουδαίες διδακτικές παραμέτρους. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας άντλησαν από αυτό σπουδαίες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως. Η Ορθόδοξη θεολογία μας έχει αφιερώσει ολόκληρα κεφάλαια στο μεγάλο και θαυμαστό αυτό γεγονός και αντλεί θεμελιώδεις αλήθειες από αυτό.
Ηπροσωπική μεταμόρφωση του Θεανθρώπου Κυρίου μας, αποτελεί τον προάγγελο και της δικής μας μεταμορφώσεως. Αυτό μας το βεβαιώνει ο αληθής λόγος του Κυρίου μας: «ημείς δε οι πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β΄Κορ.3,18). Όλοι οι πιστοί του Χριστού, ως «συμμόρφους της εικόνος» του Θεού» (Ρωμ.8,29), θα μεταμορφωθούμε και εμείς και θα συνδοξασθούμε με Αυτόν. Τόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού, Οποίος τόσο πολύ μας αγαπά, ώστε θέλει να μας χαρίσει μέρος της δικής Του δόξας!
Τα ιερά Ευαγγέλια αναφέρουν πως μαζί με το πρόσωπο Κυρίου μεταμορφώθηκαν και τα ενδύματά Του και έγιναν «στίλβοντα, λευκά λίαν ως χιών, οια γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι» (Μαρκ.9,3). Αυτό σημαίνει πως μαζί με μας τους υιούς του Θεού (Ρωμ.8:14) θα μεταμορφωθεί και ολόκληρη η δημιουργία. Ο απόστολος Παύλος τονίζει σαφέστατα την μελλοντική της μεταμόρφωση. «Και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ.8,21). Η ιερά Αποκάλυψη, το ευαγγέλιο του τελικού θριάμβου της Εκκλησίας μας, ομιλεί για την εσχατολογική δημιουργία καινούριου ουρανού και καινούριας γης, διότι ο «πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον» (Αποκ.21,1). Η παράδοξη εμφάνιση του Μωυσή και του Ηλία κατά την μεταμόρφωση του Κυρίου επιβεβαιώνει περίτρανα την χριστιανική πίστη στην μετά θάνατον ζωή. Ο Μωυσής είχε ζήσει περισσότερα από χίλια τριακόσια χρόνια πριν από την γέννηση του Κυρίου και ο Ηλίας πάνω από οκτακόσια. Και όμως εμφανίστηκαν ζωντανοί μπροστά στους έντρομους και δύσπιστους μαθητές «συλλαλούντες τω Ιησού» (Μάρκ.9,4). Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει πως ο Θεός «ούκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ.22,33). Με την ζωοφόρο ανάστασή Του έγινε «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ.1,18, Αποκ.1,5), απαρχή της αναστάσεως όλων των πιστών σε Αυτόν ανθρώπων, καθότι «δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν… κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (Α΄Κορ.15,54).Αυτή είναι η πιο χαροποιός και ελπιδοφόρα πίστη της ανθρωπότητας!
Για την ορθόδοξη πνευματικότητα η Μεταμόρφωση του Κυρίου έχει ιδιάζουσα σημασία. Στα βυζαντινά χρόνια τέθηκε ως πρόκληση από την δυτική αιρετική σχολαστική θεολογία κατά πόσον μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει και να βιώσει την θεία δόξα. Οι αιρετικοί δυτικοί υποστήριζαν πως η δόξα και το φως της Μεταμορφώσεως ήταν κτιστό φυσικό φως, μετεωρολογικό φαινόμενο, διότι εντελώς αυθαίρετα ταύτιζαν την ουσία με τις ενέργειες του Θεού. Αντίθετα οι ορθόδοξοι Πατέρες με προεξάρχοντα τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359) στηριζόμενοι στην αγία Γραφή και την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας έκαμαν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ακτίστων ενεργειών του Θεού και αποφάνθηκαν πως το φως και η δόξα της θείας Μεταμορφώσεως ήταν φανέρωση του ακτίστου θείου φωτός και των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Ο άνθρωπος μπορεί με την χάρη του Θεού και τον δικό του προσωπικό αγώνα να φτάσει να δει και να γίνει μέτοχος αυτού του ακτίστου φωτός και της δόξας του Θεού και από αυτή τη ζωή. Πρόκειται για το γνωστό πνευματικό κίνημα των Ησυχασμού, το οποίο μεσουράνησε τον 14ο αιώνα και το οποίο συντέλεσε στην αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και την ανάπτυξη περαιτέρω της πνευματικότητας.
Για τον ορθόδοξο πιστό ο Θεός είναι «ψηλαφητός» δια των ακτίστων ενεργειών Του, διότι γινόμενος αποδέκτης και μέτοχός των βιώνει οντολογικά την ύπαρξη του Θεού. Δε χρειάζεται λογικές αποδείξεις για την ύπαρξή Του επειδή ο εσωτερικός του κόσμος είναι πλημμυρισμένος από τις άκτιστες θείες ενέργειες, οι οποίες του δημιουργούν μια απίστευτη πνευματική πληρότητα. Του είναι τόσο οικείος ο Θεός, όσο οι φυσικοί συγγενείς του! Μόνο στην ορθόδοξη πρακτική ο Θεός χαρακτηρίζεται ως πατέρας με τη βιβλική και χριστιανική έννοια, απαλλαγμένη από κάθε είδους συμβολισμών και εικόνων. Για τον ορθόδοξο πιστό ο Θεός είναι ο στενός συγγενής του, το δικό του αγαπητό πρόσωπο που μπορεί να το εμπιστευτεί και να του αναθέσει τη ζωή του, χωρίς να αίρεται η από μέρους του η συναίσθηση της υπέρτατης διαφοράς με το Δημιουργό του. Αυτό βεβαιώνεται ξεκάθαρα στο γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως. Οι δύο προφήτες και οι τρεις απόστολοι στο θαβώριο όρος μετέχοντες των ακτίστων ενεργειών του μεταμορφωθέντος Κυρίου, αισθάνονταν ιδιαίτερα οικείοι με Εκείνον και ταυτόχρονα αναγνώριζαν τη διαφορετική τους φύση.
Η αιρετική σχολαστική δυτική διδασκαλία περί ταυτίσεως της ουσίας και των ενεργειών του Θεού συσσώρευσε ανυπέρβλητα προβλήματα στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό. Το φως της θείας Μεταμορφώσεως εκλαμβάνεται ως φυσικό κτιστό φως, όπως κτιστές εκλαμβάνονται και όλες οι ενέργειες του Θεού προς τον κόσμο. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο άνθρωπος δε μετέχει του Θεού σε καμιά περίπτωση και άρα είναι ολότελα ξένος Αυτού. Η μόνη «μετοχή» του ανθρώπου με το Θεό είναι η δια του νου αναζήτησή Του. Αυτό υπήρξε η αφετηρία όλων των συγχρόνων κακοδοξιών κατά της ορθής πίστεως του Θεού. Οι τερατώδεις παπικές και προτεσταντικές περί Θεού αντιλήψεις δημιούργησαν ένα απίθανο ψηφιδωτό απαράδεκτων νοητικών εικόνων Του. Αυτό όπως είναι γνωστό, οδήγησε στην άρνηση της υπάρξεως του Θεού και ακόμη στη φρικτή δογματική θεώρηση του «θανάτου του Θεού», από τον παράφρονα εκπρόσωπο της ευρωπαϊκής διανόησης Νίτσε!
Το γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου πρέπει να καταυγάζει την ψυχή μας κάθε στιγμή της ζωής μας. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι ο φιλάνθρωπος Θεός μας, εξαιτίας της άμετρης αγάπης Του για μας, μας δίνει το ύψιστο δικαίωμα να μετέχουμε και αυτής της ίδιας της δόξας Του, διότι εμείς οι πιστοί χριστιανοί δεν είμαστε οπαδοί θρησκείας, όπως οι οπαδοί άλλων θρησκειών, αλλά υιοθετημένα παιδιά του Θεού, μέτοχοι της θείας μακαριότητάς Του! Αυτή την μεγάλη τιμή δε θα τη συναντήσουμε σε καμιά άλλη πίστη. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από τα σκύβαλα του κόσμου (Φιλιπ.3,8), να παραδώσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού και να έχουμε οδηγό στη ζωής μας τον αιώνιο νόμο Του. Τότε το άκτιστο θαβώρειο φως θα καταυγάζει πλέρια την ψυχή μας, καθ’ όλη τη διάρκεια της ακανθώδους επί γης πορείας μας και θα μας οδηγεί ασφαλώς στην σωτηρία, στην αιώνια ζωή και στη θέωση!
↧